Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαλογίζομαι

См. также в других словарях:

  • διαλογίζομαι — balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογίζομαι — διαλογίζομαι, διαλογίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα …   Dictionary of Greek

  • διαλογίζομαι — διαλογίστηκα, συλλογίζομαι, στοχάζομαι: Είναι άνθρωπος φιλοσοφημένος που διαλογίζεται με τις ώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλογίζεσθε — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογιζομένων — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογιζόμεθα — διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογιζόμενον — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογίζομ' — διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογίζου — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογίζῃ — διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»