Перевод: с английского на все языки
διαλογ-ή
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
συλλογέας — ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ νεοελλ. συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων») μσν. αρχ. αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.) αρχ. (στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους,… … Dictionary of Greek