Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαλευκαίνω

  • 1 διαλευκαίνω

    [дьялэфкено] р. разъяснять, растолковывать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαλευκαίνω

  • 2 проливать

    проливать
    несов χύνω, χέω:
    \проливать воду на пол χύνω τό νερό στό πάτωμα· \проливать горькие слезы χύνω πικρά δάκρυα· ◊ \проливать кровь χύνω αίμα· \проливать свет На что́-л. ρίχνω φως πάνω σέ κάτι, διαλευκαίνω, ξεκαθαρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > проливать

  • 3 внести

    -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•

    внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    2. εγγράφω, καταχωρώ•

    внести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    3. πληρώνω•

    внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•

    внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.

    4. (επι)φέρω, προκαλώ•

    внести замешательство φέρω σύγχυση•

    внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.

    5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•

    внести предложение κάνω πρόταση•

    -законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.

    εκφρ.
    - ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.
    εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > внести

  • 4 выяснить

    ρ.σ.μ.
    αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω.
    1. διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, διαλευκαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. -ит, ρ.σ. (διαλκ.) ξαστερώνω.

    Большой русско-греческий словарь > выяснить

  • 5 осветить

    -ещу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освещенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως•

    луна -ла поля το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια•

    осветить фана-рм дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο•

    улыбка -ла его лицо το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του.

    2. μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω διευκρινίζω.
    1. φωτίζομαι.
    2. μτφ. λάμπω•

    его лицо -лось радостью το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > осветить

  • 6 пояснить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пояснённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. διασαφώ, -φηνίζω, διευκρινίζω επεξηγώ• ξεδιαλύνω• διαλευκαίνω•

    пояснить свой слова διευκρινίζω τα λόγια μου (το τι θέλω να πω).

    Большой русско-греческий словарь > пояснить

  • 7 разъяснить

    -нит ρ. απρόσ. (απλ.) αιθριάζω, ξαστερώνω•

    к вечеру -ло κατά το βράδυ ξαστέρωσε.

    -ню -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъяснённый, βρ:- -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω-
    επεξηγώ.
    διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснить

  • 8 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 9 убелить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убеленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    κα-τασπρίζω, διαλευκαίνω, εκλευκαίνω.
    εκφρ.
    убеленный сединой (сединами) – ασπρομάλλης, ψαρός.

    Большой русско-греческий словарь > убелить

См. также в других словарях:

  • διαλευκαίνω — διαλευκαίνω, διαλεύκανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαλευκαίνω — (Α διαλευκαίνω) διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζω νεοελλ. φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξης αρχ. 1. λευκαίνω κάτι τελείως 2. αναμιγνύω με λευκό …   Dictionary of Greek

  • διαλευκαίνω — διαλεύκανα, διαλευκάνθηκα, μτφ., ξεκαθαρίζω, αποσαφηνίζω κάτι, εξιχνιάζω σκοτεινή υπόθεση: Η αστυνομία προσπαθεί να διαλευκάνει το αποτρόπαιο έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω …   Dictionary of Greek

  • διαλεύκανση — η διασάφηση, διευκρίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλευκαίνω. Η λ. στον λόγιο το, διαλεύκανσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξιχνιάζω — (AM ἐξιχνιάζω) ανακαλύπτω τα ίχνη, ανευρίσκω μετά από έρευνα («πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν», ΠΔ) νεοελλ. αποκαλύπτω τα άγνωστα ή σκοτεινά σημεία, διαλευκαίνω μσν. 1. ρωτώ να μάθω 2. ανακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιχνιάζω (< ίχνος) τ. που… …   Dictionary of Greek

  • λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… …   Dictionary of Greek

  • προτρανούμαι — όομαι, Α έχω αποσαφηνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συντρανώ — όω, Α (συν. το παθ.) συντρανοῦμαι, όομαι καθίσταμαι σαφής μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω» (< τρανής «σαφής»)] …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»