-
1 διακόσμηση
[дьякозмиси] ουσ. в. украшение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακόσμηση
-
2 оформление
оформление с 1) (документов) η ταχτοποίηση 2) (внешний вид) η διακόσμηση* * *с1) ( документов) η ταχτοποίηση2) ( внешний вид) η διακόσμηση -
3 украшение
украшение с 1) (действие) το στόλισμα, η διακόσμηση 2) (предмет) το στολίδι, το κόσμημα* * *с1) ( действие) το στόλισμα, η διακόσμηση2) ( предмет) το στολίδι, το κόσμημα -
4 орнаментация
-и θ.διακόσμηση•орнаментация сосудов διακόσμηση των αγγείων.
|| η διακοσμητική. -
5 роспись
-ив,1. διακόσμηση•начать роспись потолка и стен αρχίζω τη διακόσμηση της οροφής και των τοίχων.
|| αθρσ. τοιχογραφίες.2. κατάλογος, κατάσταση. -
6 дизайн
1. (замысел, проект, чертёж) το σχέδιο, η μελέτη 2. (художественное конструирование) η διακόσμηση, το ντιζάϊν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизайн
-
7 маркетри
(мозаичное изображение или орнаментальная композиция) η μαρκετερί (τεχνική για διακόσμηση ξύλινων επιφανειών από έγχρωμα κομμάτια ξύλου, μετάλλου κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маркетри
-
8 отделка
1. (процесс) η (τελική) κατεργασία 2. (то, что служит украшением чего-л.) η διακόσμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделка
-
9 оформление
1. (принятие, зачисление) η εγγραφή, η πρόσληψη, η ένταξη 2. (внеш-ний вид) η διακόσμησηхудожественное - καλλιτεχνική -, το ντεκόρ (ξεν.)3. (результатов испытаний и т.п.) η παρουσίαση (των αποτελεσμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оформление
-
10 расшивка
1. стр. (швов кладки) η ευθυγράμμιση/αντικατάσταση της κονίας (ραφών πλινθοδομής) 2. текст. (вид шва) το κέντημα, η διακόσμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расшивка
-
11 стенд
1. тех. η εξέδρα· - для испытаний двигателей το δοκιμαστήριο/η κλίνη των κινητήρων 2. (щит, на котором выставляются для обозрения какие-л. экспонаты) о πίνακ/ας, το πλαίσιοрекламный - διαφημιστικόςстенка το τοιχίο, το τοίχωμα- балки η ψυχή, ο κορμός σιδηροδοκούпричальная - το κρηπίδωμα, η προκυμαίαη αποβάθρα, ο προβλήτας/η προβλήταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стенд
-
12 оформление
оформлениес1. (внешний вид) ἡ δια-κόσμηση [-ις]:сценическое \оформление ἡ σκηνογραφία, ὁ σκηνικός διάκοσμος, τό ντεκόρ· художественное \оформление ἡ καλλιτεχνική διακόσμηση, ἡ φιλοτέχνηση· музыкальное \оформление ἡ μουσική·2. (действие) ἡ τακτοποίηση[-ις]> ἡ διενέργεια τῶν διατυπώσεων. -
13 убранство
убранствос τό στόλισμα, ὁ στολισμός, ἡ διακοσμηση [-ις]:\убранство квартиры τό στόλισμα τοῦ διαμερίσματος. -
14 украшение
украш||ениес1. (действие) τό στόλισμα, ὁ στολισμός, τό πλούμισμα, ἡ διακόσμηση [-ις]·2. (предмет) τό στολίδι, τό κόσμημα/ τό πλουμίδι (узор \украшение на одежде):лепные \украшениеения τά γλυπτά στολίδια· елочные \украшениеения τά στολίδια τοῦ πρωτοχρονιάτικου δένδρου. -
15 оформление
[αφαρμλιένιιε] ουσ. ο. διακόσμηση -
16 оформление
[αφαρμλιένιιε] ουσ ο διακόσμηση -
17 вычуры
-чур πλθ. (ενκ. вычура, -ы θ.)1. παλ. διακόσμηση πολυσύνθετη,επιτηδευμένη.2. μτφ. παραξενιές, αλλοκοτιές, ιδιοτροπίες. -
18 гарнировка
-и θ.1. γαρνίρισμα φαγητού.2. στόλισμα, διακόσμηση. -
19 гравировка
-и θ.βλ. гравирование. || διακόσμηση. -
20 декоративность
-и θ.διακόσμηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — η η επέμβαση σε χώρο ή επιφάνεια με σκοπό την αισθητική βελτίωση, ο εξωραϊσμός: Η διακόσμηση του σπιτιού του είναι εντυπωσιακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek