-
1 διακηρύττω
[диакиритто] р. провозглашать, объявлять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακηρύττω
-
2 афишировать
афишироватьсов и несов διακηρύττω, ἐπιδεικνύω. -
3 возвестить
возвеститьсов, возвещать· несов ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω, ἀνακοινώνω, διακηρύττω. -
4 обнародованиеть
обнародование||тьсов ἀνακοινώνω, κοινοποιώ, διακηρύττω:\обнародованиетьть указ ἀνακοινώνω τό διάταγμα. -
5 провозвестить
-ещу, -естишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провозвещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. (υψηλό ύφος).1. προφητεύω,προλέγω.2. διακηρύττω, διαγορεύω προκηρύσσω.
См. также в других словарях:
δευτεροδιαλαλώ — για δεύτερη φορά διαλαλώ, διακηρύττω … Dictionary of Greek
διαγορεύω — (AM διαγορεύω) διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια αρχ. μσν. επιτάσσω, ορίζω ρητώς μσν. πιστοποιώ αρχ. 1. διηγούμαι λεπτομερώς 2. ομιλώ για κάτι 3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι … Dictionary of Greek
διακροτώ — διακροτῶ ( έω) (AM) μσν. διακηρύττω αρχ. 1. γαμώ 2. αναλύω στα συνθετικά μέρη 3. διασπώ τα δεσμά … Dictionary of Greek
διαδηλώνω — διαδήλωσα, κοινοποιώ τα αισθήματα ή τη θέση μου, διακηρύττω: Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελαλώ — τελάλησα, και ντελαλώ ντελάλησα, διαλαλώ, διακηρύττω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)