Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαθήκη

См. также в других словарях:

  • διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — η 1. έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του: Σήμερα θα ανοιχθεί η διαθήκη του πατέρα μου. 2. παραινέσεις προς απογόνους: Παιδί μου, τα λόγια μου είναι η διαθήκη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη …   Dictionary of Greek

  • Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή …   Dictionary of Greek

  • Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»