Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαγραφή

См. также в других словарях:

  • διαγραφή — delineation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγραφή — η 1. η παράσταση με διάγραμμα, η σχηματική απόδοση: Μας έδωσε λεπτομερή διαγραφή της ορειβατικής μας πορείας. 2. απαλοιφή, εξάλειψη, αίρεση: Η διαγραφή του από το σύλλογο ήταν αποτέλεσμα της κατάχρησής του στα χρήματα του ταμείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… …   Dictionary of Greek

  • διαγραφῇ — διαγράφω mark out by lines aor subj pass 3rd sg διαγραφῆι , διαγραφεύς one who makes a masc dat sg (epic ionic) διαγραφή delineation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράφῃ — διαγράφω mark out by lines pres subj mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres ind mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγραφαῖς — διαγραφή delineation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγραφαί — διαγραφή delineation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγραφήν — διαγραφή delineation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγραφῶν — διαγραφή delineation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»