-
1 διαγραφή
[диаграфи] ουσ. Θ. вычерчивание, вычеркивание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαγραφή
-
2 исключение
исключ||ениес ι, (действие) ὁ ἀποκλεισμός, ἡ ἀπόκλειοη [-ις], ἡ διαγραφή:\исключениеение из списков ἡ διαγραφή ἀπό τους καταλόγους· 2, (отступление от правила) ἡ ἐξαίρεοη [-ις]:в виде \исключениеения σάν ἐξαίρεση, κατ' ἐξαίρεσιν за \исключениеением ἐξαιρέσει, ἐκτός· без \исключениеения δίχως ἐξαίρεση, ἀνεξαιρέτως. -
3 отчисление
-я ου δ.1. αφαίρεση από το λογαριασμό• κράτηση. || διαγραφή•отчисление неуспевающих студентов διαγραφή• των αδύνατων φοιτητών.
|| απόλυση.2. (συνήθως πλθ. -я) χορήγηση κονδυλίου•-я на строительство κονδύλιο οικοδομών.
-
4 снятие
-я ουδ.1. άρση παύση, σταμάτημα; λύση•снятие блокады άρση του αποκλεισμού•
снятие осады λύση της πολιορκίας.
2. συγκέντρωση, μά-ζευμα• συγκομιδή•снятие урожая μαζευμα της σοδειάς.
3. βγάλσιμο, αφαίρεση• πάρσιμο.4. απόλυση, παύση.5. απόσυρση.6. τράβηγμα, φωτογράφηση. || διαγραφή•снятие с учта διαγραφή.
-
5 выведение
1. (уничтожение) η εξόντωση, (сорняков) το ξερίζωμα, (паразитов) η εξουδετέρωση, η θανάτωση 2. (новых пород, сортов) η καλλιέργειαη παραγωγή (νέων ειδών, ποικιλιών)3. (заключения) η εξαγωγή (συμπεράσματος) 4. (на орбиту) η θέση/τοποθέτηση (σε τροχιά) 5. (пятен) о καθαρισμός (των στιγμάτων, λεκέδων) б.(формулы) η εξαγωγή (του τύπου) 7. (ис-ключение из чего-л.) η διαγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выведение
-
6 выключение
1. (исключение) η διαγραφή 2. (приостановка, перерыв) η διακοπήη αποσύνδεση, η αποσύμπλεξηη αποσύζευξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выключение
-
7 исключение
1. (невключение, недопущение) η εξαίρεση 2. (удаление) η αφαίρεση 3. (из организации, учебного заведения) η διαγραφή, η αποβολή, το διώξιμο, η εκδίωξη 4. (отступление от общего правила) η εξαίρεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исключение
-
8 списывание
1. (напр. израсходованного или негодного) η διαγραφή 2. (переписывание) η αντιγραφή 3. мор. (отчисление из состава экипажа) η απόλυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > списывание
-
9 элиминация
1. (удаление, устранение) η απαμάκρθνση, η απομόνωση 2 (мат) (исключение неизвестного из системы уравнений) η διαγραφή (του άγνωστου αριθμού από το σύστημα/σύνολο των εξισώσεων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элиминация
-
10 отчисление
отчислениес1. (действие) ἡ χορήγηση κονδυλίου, ἡ ψήφιση ἐνός ποσοῦ·2. (сумма) ἡ χορηγία·3. (увольнение) ἡ διαγραφή, ἡ ἀπόλυση. -
11 помарка
помаркаж ἡ διόρθωση / τό σβύσιμο, ἡ διαγραφή (карандашом). -
12 снятие
снятиес ἡ ἄρση:\снятие запрета ἡ ἄρση τής ἀπαγόρευσης· \снятие с работы ἡ ἀπόλυ-σις (или ἡ παύση) ἀπό τή δουλειά· \снятие блокады (оса́ды) ἡ ἄρση τοῦ ἀποκλει-σμοῦ (τής πολιορκίας)· \снятие допроса ἡ ἀνάκριση [-ις]· \снятие урожая ἡ συγκομιδή· \снятие с учета ἡ διαγραφή. -
13 выбрасывание
-я ουδ.1. ρίξιμο, πέταγμα έξω. || μτφ. διαγραφή, σβήσιμο, περικοπή, κόψιμο. || μτφ. σπατάλη.2. πρόταση, προβολή.3. προπομπή. || βγάλσιμο, ρίξιμο. -
14 выведение
-я ουδ.1. εξαγωγή, βγάλσιμο, εξάλειψη•выведение пятен το βγάλσιμο των λεκέδων.
2. διαγραφή.3. μετοίκηση.4. αλλαγή. || συμπέρασμα.5. παραγωγή• εκκόλαψη. || δημιουργία ράτσας ζώων.6. ανέγερση, οικοδόμηση, χτίσιμο.7. εξάλειψη, καταστροφή, εξολόθρευση.8. εξαγωγή (πορίσματος, τετραγ. ρίζας κ.τ.τ.). || εξαγωγή, βγάλσιμο, μετάπτωση•выведение спутника на орбиту το βγάλσιμο του σπούτνικ στην τροχιά.
-
15 вымарка
-и θ. (απλ.)1. διαγραφή, σβήσιμο.2. σβησιά, σβησμένο μέρος. -
16 демаркация
-и θ.οροθεσία, διαγραφή (χάραξη) ορίων. -
17 зачёркивание
-я ουδ.διαγραφή, εξάλειψη, σβήσιμο. -
18 исключение
-я ουδ.1. αποκλειση, -σμός• εξαίρεση• διαγραφή.2. αποβολή, διώξιμο.εκφρ.в виде -я – σαν εξαίρεση, κατ εξαίρεση•без -я – χωρίς εξαίρεση•за исключение – εκτός,πλην, εξαιρέσει. -
19 маранье
-я ουδ.1. λέρωμα, μουτζούρεμα. || αμαύρωση•маранье репутаций δυσφήμηση.
2. κακογράψιμο• κακοζωγράφισμα• κακοσύνθεση. || διαγραφή, σβήσιμο. -
20 описание
-я ουδ.1. περιγραφή, παράσταση, απεικόνιση.2. περιγραφή χαρακτηριστικών.3. καταγραφή.4. διαγραφή, σχεδίασμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαγραφή — delineation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφή — η 1. η παράσταση με διάγραμμα, η σχηματική απόδοση: Μας έδωσε λεπτομερή διαγραφή της ορειβατικής μας πορείας. 2. απαλοιφή, εξάλειψη, αίρεση: Η διαγραφή του από το σύλλογο ήταν αποτέλεσμα της κατάχρησής του στα χρήματα του ταμείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… … Dictionary of Greek
διαγραφῇ — διαγράφω mark out by lines aor subj pass 3rd sg διαγραφῆι , διαγραφεύς one who makes a masc dat sg (epic ionic) διαγραφή delineation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράφῃ — διαγράφω mark out by lines pres subj mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres ind mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφαῖς — διαγραφή delineation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφαί — διαγραφή delineation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφήν — διαγραφή delineation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφῶν — διαγραφή delineation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek