-
1 διαγράφω
[диаграфо] р. вычерчивать, вычеркивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαγράφω
-
2 вычёркивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычёркивать
-
3 исключать
1. (не включать, не допускать) αποκλείω, εξαιρώ 2. (удалять из состава) διαγράφω 3. (из организации, из учебного заведения) διαγράφω, αποβάλλω, διώχνω, εκδιώκω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исключать
-
4 вычёркивать
-
5 зачёркивать
-
6 исключить
исключить εξαιρώ, διαγρά φω (удалить)* αποκλείω (не* * *εξαιρώ, διαγράφω ( удалить); αποκλείω ( не допускать)исключи́ть из соста́ва кома́нды — διαγράφω από την ομάδα
-
7 вычеркивать
вычеркиватьнесов, вычеркнуть сов σβύνω, ἀποσβύνω, διαγράφω:\вычеркивать из списка διαγράφω ἀπό τόν κατάλογο· ◊ \вычеркивать из памяти σβύνω ἀπό τή μνήμη, вычерпать сов, вычерпывать несов1. (водоем и т. п.) ἀδειάζω, ἐξαντλῶ, ἐκκενώνω·2. (воду) ἀντλώ, βγάζω. -
8 исключать
исключ||атьнесов ἀποκλείω, διαγράφω, ἐξαιρώ, βγάζω:\исключать из партии διαγράφω ἀπό τό κόμμα· не \исключатьена возможность, что... δέν ἀποκλείεται νά... -
9 вычеркнуть
ρ.σ.μ.1. διαγράφω, ξεγράφω,! σβήνω, περνώ μολυβιά•вычеркнуть из списка διαγράφω από τον κατάλογο•
вычеркнуть несколько слов σβήνω μεριπές λέξεις.
2. μτφ. εξαφανίζω, εξαλείφω, απαλείφω.εκφρ.вычеркнуть из памяти – λησμονώ, ξεχνώ τελείως•вычеркнуть из своей жизни – για μένα είναι σα να μην υπΛρχει πια στη ζωή. -
10 исключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исключенный, βρ: -чей, -чена, -чено ρ.σ.μ.1. αποκλείω, εξαιρώ διαγράφω, σβήνω•я -ил возможность такого случая εγώ απέκλεισα τη δυνατότητα τέτοιας περίπτωσης•
исключить из партии διαγράφω από το κόμμα.
2. διώχνω, αποβάλλω•исключить ученика из школы αποβάλλω μαθητή από το σχολείο•
не -чена возможность δεν αποκλείεται η δυνατότητα, είναι δυνατό.
-
11 выключать
1. (ток, напряжение, питание) διακόπτω, αποσυνδέω 2. (электро- или радиоустройство, что-л. из цепи) αποσυνδέω 3. (д.в.с, ядерный реактор) σταματώ, σβήνω 4. (сцепление) αποζευγνύω 5. (кон-тактор, командоаппарат и т.п.) ανοίγω (π.χ. την επαφή) 6. (воду, газ и т.п.) διακόπτω/σταματώ (τη ροή) 7. (исключать) διαγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключать
-
12 списывать
1. (переписывать) αντιγράφω 2. (напр. как израсходованное или негодное) διαγράφω 3. мор. (отчислять из состава экипажа) απολύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > списывать
-
13 допускать
1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος* * *= допустить1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαιдопуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν
2) ( предположить) υποθέτωдопу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι
••допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος
-
14 вымарать
вымаратьсов, вымарывать несов разг1. (пачкать) λερώνω, μουντζουρώνω/ λασπώνω (в грязи);2. (зачеркивать) διαγράφω. -
15 выбрасывать
выбрасыватьнесов1. ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ πετάω ἔξω (о волнах, море и т. п.)·2. (выпускать, исключать) βγάζω, διαγράφω· 3.:\выбрасывать товары на рынок разг ρίχνω τά ἐμπορεύματα στήν ἀγορά· ◊ \выбрасывать лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выбрасывать кого́-либо на у́лицу ρίχνω κάποιον στους πέντε δρόμους· \выбрасывать что́-л. из головы βγάζω ἀπ' τό μυαλό μου (или ἀπ' τό κεφάλι μου). -
16 выписывать
выписыватьнесов·1. (делать выписки) ἀντιγράφω περικοπές, σημειώνω ἀποσπάσματα·2. (тщательно писать) καλλιγραφώ, γράφω ἐπιμελώς·3. (периодические издания) ἐγγράφομαι συνδρομητής:\выписывать газету ἐγγράφομαι συνδρομητής ἐφημερίδας·4. (исключать) διαγράφω/ δίνω ἐξιτήριο, ἀπολύω (из больницы и т. п.). -
17 зачеркивать
зачеркиватьнесов-, зачеркнуть сов διαγράφω, σβήνω. -
18 изгладить
изгладитьсов, изглаживать несов ἐξαλείφω, διαγράφω, σβήνω:\изгладить из памяти σβήνω ἀπ' τό μυαλό μου, ἐξαλείφω ἀπ· τήν μνήμην μου. -
19 изгонять
изгонятьнесов1. (кого-л.) διώχνω, ἐκδιώκω, ἐκπατρίζω, ἐξορίζω, ἐκτοπίζω, ἀποπέμπω·2. (из употребления) ἀποβάλλω, καταργώ, διαγράφω·3. мед. βγάζω, ἀποβάλλω:\изгонять плод ἀποβάλλω, κάνω ἐκτρωση. -
20 круг
кругм в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα.
См. также в других словарях:
διαγράφω — διαγράφω, διέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαγράφω — (AM διαγράφω) 1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές 2. εκθέτω συνοπτικά 3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω αρχ. 1. περιγράφω 2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» απαλείφω δίκη από τον κατάλογο 3. (για διαδίκους)… … Dictionary of Greek
διαγράφω — διάγραφον neut nom/voc/acc dual διάγραφον neut gen sg (doric aeolic) διαγράφω mark out by lines pres subj act 1st sg διαγράφω mark out by lines pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράφω — διέγραψα, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος 1. αποδίδω σχηματικά, σχεδιάζω: Πρέπει να διαγράψεις την πορεία σου στο χάρτη πριν ξεκινήσεις ένα τόσο μακρινό ταξίδι. 2. εκθέτω συνοπτικά: Στη συνέλευση διαγράφτηκε η μελλοντική πολιτική της εταιρείας μας. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγεγραμμένα — διαγράφω mark out by lines perf part mp neut nom/voc/acc pl διαγεγραμμένᾱ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc/acc dual διαγεγραμμένᾱ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράφῃ — διαγράφω mark out by lines pres subj mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres ind mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράψει — διαγράφω mark out by lines aor subj act 3rd sg (epic) διαγράφω mark out by lines fut ind mid 2nd sg διαγράφω mark out by lines fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράψω — διαγράφω mark out by lines aor subj act 1st sg διαγράφω mark out by lines aor ind mid 2nd sg (epic ionic) διαγράφω mark out by lines fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράψῃ — διαγράφω mark out by lines aor subj mid 2nd sg διαγράφω mark out by lines aor subj act 3rd sg διαγράφω mark out by lines fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγεγραμμέναι — διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc pl διαγεγραμμένᾱͅ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγεγραμμένον — διαγράφω mark out by lines perf part mp masc acc sg διαγράφω mark out by lines perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)