-
1 распознать
ρ.σ.μ.1. (ανα)γνωρίζω•я его не -ал εγώ δεν τον ανεγνώρισα.
2. διαγιγνώσκω•распознать чужие намерения διαγιγνώσκω τις προθέσεις του άλλου.
|| διακρίνω, ξεχωρίζω.3. μαθαίνω, πληροφορούμαι καλά. || κάνω διάγνωση (ιατρική). -
2 вчувствоваться
-вуюсь, -вуешьсяρ.σ.διαισθάνομαι, διαγιγνώσκω. -
3 отделить
елю-лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -лешρ.σ.μ.1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.
|| αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.
|| κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.
2. απομονώνω ξεκόβω.3. παραχωρώ•отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.
1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. απομακρύνομαι.4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.
5. εκκρίνομαι. -
4 читать
ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•читать газету διαβάζω εφημερίδα•
читать книгу διαβάζω το βιβλίο•
он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•
читать вслух διαβάζω φωναχτά•
читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•
читать про себя διαβάζω με το νου μου•
читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.
2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•
читать ноты διαβάζω τις νότες.
3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.
4. απαγγέλλω•читать стих απαγγέλλω ποίημα.
|| κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.
εκφρ.читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.διαβάζομαι•надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•
роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•
мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.
|| διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.
См. также в других словарях:
διαγιγνώσκω — know one from the other pres subj act 1st sg διαγιγνώσκω know one from the other pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνώσκω — (διαγιγνώσκω) → δες διέγνωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαγιγνώσκω — (AM διαγιγνώσκω Μ και διαγινώσκω) 1. συμπεραίνω 2. εξετάζω ασθενή και καθορίζω την ασθένειά του, κάνω διάγνωση αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω κάτι επακριβώς 3. δικάζω 4. αποφασίζω 5. αποφασίζω με κλήρο ή με… … Dictionary of Greek
διαγιγνώσκῃ — διαγιγνώσκω know one from the other pres subj mp 2nd sg διαγιγνώσκω know one from the other pres ind mp 2nd sg διαγιγνώσκω know one from the other pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγινώσκετε — διαγιγνώσκω know one from the other pres imperat act 2nd pl (ionic) διαγιγνώσκω know one from the other pres ind act 2nd pl (ionic) διαγιγνώσκω know one from the other imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγινώσκῃ — διαγιγνώσκω know one from the other pres subj mp 2nd sg (ionic) διαγιγνώσκω know one from the other pres ind mp 2nd sg (ionic) διαγιγνώσκω know one from the other pres subj act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγνωσμένα — διαγιγνώσκω know one from the other perf part mp neut nom/voc/acc pl διεγνωσμένᾱ , διαγιγνώσκω know one from the other perf part mp fem nom/voc/acc dual διεγνωσμένᾱ , διαγιγνώσκω know one from the other perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνωσκομένων — διαγιγνώσκω know one from the other pres part mp fem gen pl διαγιγνώσκω know one from the other pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνωσκόμενον — διαγιγνώσκω know one from the other pres part mp masc acc sg διαγιγνώσκω know one from the other pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνῶσκον — διαγιγνώσκω know one from the other pres part act masc voc sg διαγιγνώσκω know one from the other pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνώσκει — διαγιγνώσκω know one from the other pres ind mp 2nd sg διαγιγνώσκω know one from the other pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)