-
1 διαβεβαιώνω
[дьявэвэоно] р. уверять, заверять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαβεβαιώνω
-
2 уверять
уверя||тьнесов διαβεβαιώνω, πείθω:\уверятью вас σας διαβεβαιώνω. -
3 уверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. уверенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ. διαβεβαιώνω• πείθω•уверить в искренности намерений διαβεβαιώνω για την ειλικρίνεια των σκοπών•
уверить в своей правоте πείθω για το δίκιο μου•
он -ил его, что... αυτός τον έπεισε ότι....
εκφρ.смею вас уверить – έχω το θάρρος να σας διαβεβαιώσω.βεβαιώνομαι, πείθομαι•уверить в уверенностьи друга είμαι βέβαιος για την αφοσίωση του φίλου.
-
4 заверение
заверени||ес I. (уверение в чем-л.) ἡ βεβαίωση [-ις] / ἡ διαβεβαίωση [-ις] (подтверждение):давать \заверениея δίνω βεβαίωση, διαβεβαιώνω·2. (подписи и т. п.) ἡ ἐπικύρωση [-ις], ἡ πιστοποίηση [-ις]. -
5 уверять
[ουβιργιάτ’] ρ. διαβεβαιώνω -
6 уверять
[ουβιργιάτ’] ρ διαβεβαιώνω -
7 заверение
-я ουδ.βεβαίωση• διαβεβαίωση• εγγύηση•дать заверение διαβεβαιώνω.
-
8 заверить
ρ.σ.μ.1. διαβεβαιώνω• εγγυώμαι•доктор -ил меня, что ничего страшного нет ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει τίποτε το σοβαρό.
2. θεωρώ, εξελέγχω, εγκρίνω έγγραφα•заверить копию документа θεωρώ αντίγραφο εγγράφου.
-
9 обещать
ρ.δ.κ.σ.1. υπόσχομαι•он -ал, что придёт αυτός υποσχέθηκε ότι θα έρθει.
. διαβεβαιώνω.2. τάζω παρέχω ελπίδες•обещать золотые горы τάζω φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια.
υπόσχομαι. || αλ-ληλούπόσχομαι, δινομε το λόγο σύζευξης•они -лись αυτοί έδοσαν το λόγο να παντρευτούν.
-
10 удостоверить
-рю, -ришьρ.σ.μ.πιστοποιώ, βεβαιώνω•удостоверить подпись πιστοποιώ το γνήσιο της υπογραφής•
удостоверить смерть πιστοποιώ το θάνατο•, удостоверить личность πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου.
|| παλ. διαβεβαιώνω.διαπιστώνω• πείθομαι• βεβαιώνομαι•судьи -лись в невиновность подсудимого οι δικαστές πείστηκανγια την αθωότητα του κατηγορούμενου.
См. также в других словарях:
διαβεβαιώνω — διαβεβαιώνω, διαβεβαίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: διαβεβαιώνω : χρησιμοποιείται μερικές φορές, κυρίως στο α ενικό πρόσωπο, ο λόγιος τύπος διαβεβαιώ (κατά το πληρώ, βλ. πίν. 197 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο … Dictionary of Greek
διαβεβαιώνω — διαβεβαίωσα, διαβεβαιώθηκα, διαβεβαιωμένος, υπόσχομαι και υποστηρίζω ότι κάτι είναι αληθινό με βεβαιότητα: Οι γιατροί μάς διαβεβαίωσαν ότι ο άρρωστος θα γινόταν καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αδιαβεβαίωτος — η, ο (Α ἀδιαβεβαίωτος, ον) [διαβεβαιώνω] αυτός που δεν διαβεβαιώθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει βεβαιότητα, ανεξακρίβωτος, αμφίβολος … Dictionary of Greek
γκαραντί — εγγύηση, εγγυημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garanti Ι (μτχ. τού garantir «πιστοποιώ, διαβεβαιώνω»)] … Dictionary of Greek
διαβεβαιώ — ( όω) βλ. διαβεβαιώνω … Dictionary of Greek
διαμαρτύρομαι — (AM διαμαρτύρομαι) [μαρτύρομαι] 1. διατυπώνω προφορική ή γραπτή ένσταση για λόγια ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, κατά τη γνώμη μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά 2. εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, ξεσπώ σε διαμαρτυρίες αρχ. 1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς… … Dictionary of Greek
εγγυώμαι — και εγγυούμαι (AM ἐγγυῶ, άω Μ και ἐγγυοῡμαι και ἐγγυώνω) δίνω ενέχυρο ή εγγύηση αρχ. 1. μνηστεύω, αρραβωνιάζω την κόρη μου 2. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εγγυώ θεωρήθηκε είτε παράλληλος τ. τού εγγύη* είτε παράγωγο αυτού] … Dictionary of Greek
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek
επιφάσκω — ἐπιφάσκω (Α) 1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.) 2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. τού φημί… … Dictionary of Greek