-
1 διαβεβαίωση
[дьявэвэоси] ουσ. Θ. уверение, заверение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαβεβαίωση
-
2 уверение
-я ουδ.διαβεβαίωση•уверение в дружбе διαβεβαίωση φιλίας (πίστης στη φιλία)•
уверение в любви διαβεβαίωση αγάπης (πίστης στην αγάπη)•
я не верю -ям δεν πιστεύω στις διαβεβαίωσε ις.
-
3 заверение
заверени||ес I. (уверение в чем-л.) ἡ βεβαίωση [-ις] / ἡ διαβεβαίωση [-ις] (подтверждение):давать \заверениея δίνω βεβαίωση, διαβεβαιώνω·2. (подписи и т. п.) ἡ ἐπικύρωση [-ις], ἡ πιστοποίηση [-ις]. -
4 уверение
уверениес ἡ διαβεβαίωση [-ις]. -
5 заверение
[ζαβιριένιιε] ουσ. ο. βεβαίωση, διαβεβαίωση -
6 уверение
[ουβιριένιιε] ουσ. ο. διαβεβαίωση -
7 заверение
[ζαβιριένιιε] ουσ ο βεβαίωση, διαβεβαίωση -
8 уверение
[ουβιριένιιε] ουσ ο διαβεβαίωση -
9 заверение
-я ουδ.βεβαίωση• διαβεβαίωση• εγγύηση•дать заверение διαβεβαιώνω.
См. также в других словарях:
διαβεβαίωση — η 1. η κατηγορηματική βεβαίωση και υπόσχεση ότι κάτι είναι αληθινό: Με καθησύχασε η διαβεβαίωσή του ότι θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. 2. όρκος των κληρικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβεβαίωση — η (AM διαβεβαίωσις) 1. η επιβεβαίωση, η πλήρης πιστοποίηση, η ρητή υπόσχεση 2. (για κληρικούς) α) η βεβαίωση ότι θα πουν την αλήθεια ενώπιον δικαστηρίου τοποθετούν το δεξί χέρι στο στήθος και όχι επί τού Ευαγγελίου, όπως οι λαϊκοί β) η επίσημη… … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
ασσίζα — η (Μ ἀσσίζα) 1. πληθ. οι φεουδαρχικοί νόμοι των Φράγκων στην Ανατολή 2. ψήφισμα, διάταγμα 3. μήνυση, καταγγελία 4. ένορκη διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. assise «στρώση, φόρος για τα αρωτριώντα ζώα»] … Dictionary of Greek
βεβαιοσύνη — η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) [βέβαιος] βεβαιότητα, σιγουριά νεοελλ. 1. επικύρωση, διαβεβαίωση 2. πραγματικότητα, αλήθεια … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
διισχυρισμός — ο επίμονη γνώμη, διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διισχυρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
διορκισμός — διορκισμός, ο (Α) [ορκισμός] ένορκη διαβεβαίωση … Dictionary of Greek