-
1 διάτρητος
[диатритос] εκ. просверленный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάτρητος
-
2 диск
ο δίσκος- винта (площадь омета-емая винтом) ав. η επιφάνεια του δίσκου (σχηματισμένη υπό της προβολής μιας στροφής της έλικας)игольчатый - (с - х.) ακτινωτός -, τροχός -компактный - (CD) ψηφιακός -, το σιντί (ξεν)компактный видео- (DVD) ο ψηφιακός βιντεοδίσκος, το ντι-βι-ντίкривошипный - του στροφάλου, η πλάκα του στροφάλουкулачковый - το δισκοειδές έκκεντρο, κνωδακο-φόρος -развёртывающий (тлв.) - σάρωσης- της εξερεύνησης σε έκταση 360°- με οπές/ανοίγμα-ταшкальный - η πλάκα των ενδείξεων, βαθμολογημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диск
-
3 отперфорированный
вчт. διάτρητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отперфорированный
-
4 ажурный
ажу́рн||ыйприл διάτρητος, τρυπητός, διαφανής:\ажурныйая работа ἡ λεπτοδουλειά. -
5 ажурный
[αζούρνυϊ] επ. διάτρητος -
6 ажурный
[αζούρνυϊ] επ διάτρητος -
7 ажурный
επ.1. διάτρητος, τρυπητός• διαφανής.2. μτφ. καλοφτιαγμένος,επιμελημένος. -
8 пещеристый
επ., βρ: -рист, -а, -оτρυπητός, διάτρητος φέρων κενά•-ая ткань τρυπητό ύφασμα.
См. также в других словарях:
διάτρητος — bored through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτρητος — η, ο (AM διάτρητος, ον) [διατετραίνω] αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος νεοελλ. φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς αρχ. 1. παράθυρο … Dictionary of Greek
διάτρητος — η, ο αυτός που έχει τρύπες παντού, ο κατατρυπημένος: Το σώμα του νεκρού ήταν διάτρητο από σφαίρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάτρητον — διάτρητος bored through masc/fem acc sg διάτρητος bored through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρήτοις — διάτρητος bored through masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρήτους — διάτρητος bored through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρήτων — διάτρητος bored through masc/fem/neut gen pl διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρήτῳ — διάτρητος bored through masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτρητοι — διάτρητος bored through masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… … Dictionary of Greek
παράτρητος — ον, Α 1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.) 2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων β) «παράτρητος πόρος» πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek