Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διάτρητος

См. также в других словарях:

  • διάτρητος — bored through masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάτρητος — η, ο (AM διάτρητος, ον) [διατετραίνω] αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος νεοελλ. φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς αρχ. 1. παράθυρο …   Dictionary of Greek

  • διάτρητος — η, ο αυτός που έχει τρύπες παντού, ο κατατρυπημένος: Το σώμα του νεκρού ήταν διάτρητο από σφαίρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάτρητον — διάτρητος bored through masc/fem acc sg διάτρητος bored through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήτοις — διάτρητος bored through masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήτους — διάτρητος bored through masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήτων — διάτρητος bored through masc/fem/neut gen pl διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) διατρέω run trembling about pres imperat act 3rd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήτῳ — διάτρητος bored through masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάτρητοι — διάτρητος bored through masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • παράτρητος — ον, Α 1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.) 2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων β) «παράτρητος πόρος» πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»