-
1 διάλογος
[диалогос] ουσ. а диалог.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάλογος
-
2 диалог
-
3 разговор
-а α.1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•длинный μακρά συνομιλία•
короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•
прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•
переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•
вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•
вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•
разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•
возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•
телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.
2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.εκφρ.без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα. -
4 диалог
ο διάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диалог
-
5 диалог
диалогм ὁ διάλογος:вести́ \диалог διαλέγομαι, συνομιλώ. -
6 диалог
-а α.διάλογος, συνομιλία• λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό έργο με μορφή διαλόγου•-и Платона οι διάλογοι του Πλάτωνα.
См. также в других словарях:
διάλογος — conversation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλόγοιο — διάλογος conversation masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγοις — διάλογος conversation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγου — διάλογος conversation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγους — διάλογος conversation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγων — διάλογος conversation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγῳ — διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογοι — διάλογος conversation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογον — διάλογος conversation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)