-
1 dialogue
διάλογος -
2 dialogue
((a) talk between two or more people, especially in a play or novel.) διάλογος -
3 Chat
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chat
-
4 Conversation
subs.P. and V. λόγοι, οἱ, P. διάλογος, ὁ, διάλεκτος, ἡ, V. λέσχαι, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conversation
-
5 Dialogue
subs.P. διάλογος, ὁ.In a play, as opposed to chorus: P. τὰ ἀμοιβεῖα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dialogue
-
6 Discourse
subs.P. and V. λόγος, ὁ.Speech: P. and V. ῥῆσις, ἡ.Conversation: P. διάλογος, ὁ, P. and V. λόγοι, οἱ. V. λέσχαι, αἱ.——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Discourse
-
7 Talk
v. intrans.Ar. and P. διαλέγεσθαι.Talk about: P. διαλέγεσθαι περί (gen.).Talk to: Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.); see converse with.Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. ἀδολεσχεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.Blab: P. and V. ἐκλαλεῖν (Eur., frag.).——————subs.Conversation: P. διάλεκτος, ἡ, διάλογος, ὁ, P. and V. λόγος, ὁ, or pl., V. βᾶξις, ἡ (Eur., Med. 1374).Gossip: V. λέσχαι, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Talk
См. также в других словарях:
διάλογος — conversation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλόγοιο — διάλογος conversation masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγοις — διάλογος conversation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγου — διάλογος conversation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγους — διάλογος conversation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγων — διάλογος conversation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγῳ — διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογοι — διάλογος conversation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογον — διάλογος conversation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)