-
1 валик
1. тех. (небольшой вал) о κύλινδρος, о κυλινδρίσκος, ο τροχαλίσκοςгрузовой текст. - πρεσαρίσματοςигольчатый - текст. ακανθοφόρος -клеевой (цел.-бум.) - συγκόλλησηςкрасочный полигр. - χρωματισμούмерильный текст. - μέτρησηςна-каточный маш. - χάραξηςпитающий полигр. - τροφοδότησηςразмоточный (пласт.) - εκτύλιξηςрифлёный - ραβδωτός -, αυλακωτός -2. (сварной шов) η ραφή/το κορδόνι της ηλεκτροκόλλησης 3. арх. το διάζωμα, η λωρίδα/λουρίδα, η ταινίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валик
-
2 гурт
1. (стадо) η αγέλη, το κοπάδι 2. арх. το διάζωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гурт
-
3 раскладка
1. (раскладывание) η κατανομή, о καταμερισμός 2. полигр. η διάταξη, η διαρρύθμιση 3 (лес) το διάζωμαη λωρίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскладка
-
4 фриз
(арх) η ζωφόροςτο διάζωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фриз
-
5 фриз
фризм архит. ἡ φρίζα, ἡ ζωοφόρος, τό διάζωμα. -
6 frieze
[fri:z](a narrow strip around the walls of a room, building etc near the top, usually decorated with pictures, carving etc: The walls were decorated with a frieze of horses.) διάζωμα -
7 гурт
-
8 фриз
-
9 ярус
-а α.1. σειρά αντικειμένων•уложить мешки в три -а τοποθετώ τα σακκιά σε τρεις σειρές; || διάζωμα, ζωνάρι (οικοδομής).
|| παλ. όροφος, πάτωμα.2. εξώστης θεάτρου.3. (γεωλ.) στρώμα.4. είδος αλιευτικού διχτιού. -
10 Apron
subs.Use P. διάζωμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apron
-
11 Belt
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Belt
-
12 Drawers
subs.P. διάζωμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drawers
-
13 Girdle
subs.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Girdle
-
14 Zone
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Zone
-
15 frieze
1) διάζωμα2) ζωφόρος
См. также в других словарях:
διάζωμα — that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… … Dictionary of Greek
διάζωμα — το 1. ημικυκλικός διάδρομος ανάμεσα στις σειρές των θέσεων στα θέατρα ή τα στάδια. 2. η στενόμακρη επιφάνεια που βρίσκεται ανάμεσα στο γείσο και το επιστύλιο στους αρχαίους ναούς. 3. στενή λωρίδα που χωρίζει σαν ζώνη δύο επιφάνειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαζωμάτων — διάζωμα that which is put round as a girdle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώματα — διάζωμα that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώματι — διάζωμα that which is put round as a girdle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώματος — διάζωμα that which is put round as a girdle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
διαζώματ' — διαζώματα , διάζωμα that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc pl διαζώματι , διάζωμα that which is put round as a girdle neut dat sg διαζώματε , διάζωμα that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)