Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δημόσιος

  • 1 деятель

    деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης
    * * *
    м

    госуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας

    обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας

    полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός

    профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής

    заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας

    заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης

    Русско-греческий словарь > деятель

  • 2 общественный

    общественный κοινωνικός, δημόσιος* \общественныйое мнение η κοινή γνώμη
    * * *
    κοινωνικός, δημόσιος

    обще́ственное мне́ние — η κοινή γνώμη

    Русско-греческий словарь > общественный

  • 3 чиновник

    чиновник м о δημόσιος (υπάλληλος)
    * * *
    м
    ο δημόσιος (υπάλληλος)

    Русско-греческий словарь > чиновник

  • 4 шоссе

    шоссе с η δημοσιά, ο δημόσιος δρόμος; асфальтированной \шоссе ο ασφαλτόστρωτος δρόμος
    * * *
    с
    η δημοσιά, ο δημόσιος δρόμος

    асфальти́рованное шоссе́ — ο ασφαλτόστρωτος δρόμος

    Русско-греческий словарь > шоссе

  • 5 государственный

    государственн||ый
    прил κρατικός, δημόσιος:
    \государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > государственный

  • 6 обвинениеитель

    обвинение||и́тель
    м ὁ κατήγορος:
    государственный \обвинениеительйтель ὁ δημόσιος κατήγορος· общественный \обвинениеительи́тель ὁ δημόσιος κατήγορος.

    Русско-новогреческий словарь > обвинениеитель

  • 7 общественный

    επ.
    1. κοινωνικός•

    закон -го развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης•

    строй το κοινωνικό σύστημα•

    -ая жизнь η κοινωνική ζωή•

    -ые отношения οι κοινωνικές σχέσεις•

    -ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία•

    -ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοινωνική θέση•

    общественный долг το κοινωνικό χρέος•

    -ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις.

    || δημόσιος•

    -ые работы δημόσιες εργασίες•

    -ое имущество δημόσια περιουσία•

    -ое поричиние δημόσια επιτίμηση• ξεμπρόστιασμα.

    || κοινός, συλλογικός•

    -ая обработка земли κοινή καλλιέργεια της γης.

    2. φίλος των συναναστροφών•

    общественный человек κοινωνικός άνθρωπος.

    εκφρ.
    общественный обвинитель – ο δημόσιος κατήγορος.

    Большой русско-греческий словарь > общественный

  • 8 обвинитель

    ο κατήγορος, ο ενάγων, общественный - δημόσιος -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обвинитель

  • 9 общественный

    1. (возникающий и протекающий в обществе) κοινωνικ/ός 2. (принадлежащий обществу, коллективный) δημόσιος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественный

  • 10 прокурор

    ο εισαγγελέας, ο εισαγγελεύς, (при уголовном суде) η εισαγγελική αρχή (στα ποινικά δικαστήρια)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокурор

  • 11 сквер

    ο δημόσιος μικρός κήπος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сквер

  • 12 служащий

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служащий

  • 13 публичный

    публичный κοινός, δημόσιος
    * * *
    κοινός, δημόσοιος

    Русско-греческий словарь > публичный

  • 14 гласный

    гласный I
    прил (открытый, публичный) δημόσιος.
    гласн||ый II
    лингв.
    1. прил:
    \гласныйые звуки τά φωνήεντα·
    2. м τό φωνήεν.

    Русско-новогреческий словарь > гласный

  • 15 громогласный

    громогласный
    прил μεγαλόφωνος, ἡχηρός, δυνατός (громкий)/ δημόσιος (открытый, публичный).

    Русско-новогреческий словарь > громогласный

  • 16 должностной

    должностной
    прил ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπάλληλος:
    \должностнойо́е лнцо ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \должностнойо́е преступление ἡ ὑπηρεσιακή παράβαση.

    Русско-новогреческий словарь > должностной

  • 17 дорога

    дорог||а
    ж
    1. ὁ δρόμος:
    проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·
    2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:
    дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·
    3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη.

    Русско-новогреческий словарь > дорога

  • 18 казенный

    казен||ный
    прил
    1. δημόσιος, τοῦ δημοσίου (ταμείου), τοῦ κράτους:
    \казенныйное иму́-щество ἡ περιουσία τοῦ δημοσίου (или κράτους)· на \казенный счет μέ δξοδα τοῦ δημοσίου (или τοῦ κράτους)·
    2. (бюрократический) γραφειοκρατικός:
    \казенныйное отношение к чему-л. γραφειοκρατική ἀντιμετώπιση·
    3. (стереотипный, банальный) στερεότυπος, τετριμμένος:
    \казенный язык ἡ πεζολογία· \казенныйные фразы οἱ κοινοτοπίες· ◊ \казенныйная часть (оружия) τό κλείστρο.

    Русско-новогреческий словарь > казенный

  • 19 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

  • 20 прокурор

    прокурор
    м ὁ είσαγγελέας, ὁ είσαγγε-λεύς / ὁ δημόσιος κατήγορος (государственный обвинитель):
    генеральный \прокурор ὁ γενικός εἰσαγγελεΰς.

    Русско-новогреческий словарь > прокурор

См. также в других словарях:

  • δημόσιος — belonging to the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος, στο λαό, ο κοινός: Στην Ελλάδα, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μόνιμοι. 2. το ουδ. ως ουσ., δημόσιο το κράτος, η πολιτεία: Τα χρήματα από τη φορολογία των πολιτών αποδίδονται στο δημόσιο. 3. το θηλ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοσιώτερον — δημόσιος belonging to the people adverbial comp δημόσιος belonging to the people masc acc comp sg δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… …   Dictionary of Greek

  • δημοσιώτατα — δημόσιος belonging to the people adverbial superl δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιώτατον — δημόσιος belonging to the people masc acc superl sg δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσίω — δημόσιος belonging to the people masc/neut nom/voc/acc dual δημόσιος belonging to the people masc/neut gen sg (doric aeolic) δημοσιόω confiscate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δημοσιόω confiscate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσίων — δημόσιος belonging to the people fem gen pl δημόσιος belonging to the people masc/neut gen pl δημοσιόω confiscate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δημοσιόω confiscate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»