-
1 δημοφιλής
[димофилис] εκ. популярный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημοφιλής
-
2 популярный
популярный 1) γνωστός, δημοφιλής 2) εκλαϊκευτικός (об изданий)· απλός, προσιτός (доступный)* * *1) γνωστός, δημοφιλής2) εκλαϊκευτικός ( об издании); απλός, προσιτός ( доступный) -
3 непопулярный
непопулярныйприл ἀντιδημοτικός, μή δημοφιλής. -
4 обрести
обрести́сов, обретать несов βρίσκω, ἀποκτῶ:\обрести популярность γίνομαι δημοφιλής' \обрести свободу ἀπελευθερώνομαι. -
5 популярность
популярн||остьж1. (доступность) τό προσιτόν στό κοινόν2. (известность) ἡ δημοτικότης, ἡ δημοφιλία, ἡ λαϊκότητα:пользоваться \популярностьостью εἶμαι δημοφιλής, ἔχω δημοτικότητα. -
6 популярный
популярн||ыйприл ἐκλαϊκευτικός, λαϊκός, δημοφιλής, λαοφιλής. -
7 непопулярный
[νιπαπουλγιάρνυϊ] εκ. μη δημοφιλής -
8 непопулярный
[νιπαπουλγιάρνυϊ] επ μη δημοφιλής -
9 непопулярный
επ.μη δημοφιλής αντιλαϊκός. -
10 пользоваться
-зуюсь, -зуешьсяρ.δ.1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•
пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•
пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.
2. επωφελούμαι•пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.
3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•пользоваться свободой έχω ελευθερία•
пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•
пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•
пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.
4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
11 популярничать
ρ.δ. παλ. θέλω να φαίνομαι λαϊκός, δημοφιλής. -
12 популярный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноλαϊκός• λαοφιλής, δημοφιλής, κοσμαγάπητος. -
13 снискать
снищу, снищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снисканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ. (παλ. κ. γραπ. λόγος)• βρίσκω, εξευρίσκω• αποκτώ•снискать средства к жизни βρίσκω τα μέσα για να ζήσω•
снискать протекцию βρίσκω προστασία•
снискать славу αποκτώ δόξα•
снискать расположение αποκτώ τη συμπάθεια, την εύνοια.
|| αξίζω• κερδίζω•-уважение αποκτώ την εκτίμηση•
снискать популярность γίνομαι δημοφιλής.
|| δίνω, παρέχω.
См. также в других словарях:
δημοφιλής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοφιλής — ές (AM δημοφιλής, ές) αυτός που έχει την αγάπη τού λαού, που αγαπιέται από τον λαό αρχ. αυτός που αγαπά το λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + φιλής, σιγμόληκτο σύνθετο από το ρ. φιλείν κατά το σχήμα αλγείν: αλγής (< άλγος, το) και φιλείν: φιλής (χωρίς … Dictionary of Greek
δημοφιλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο αποδέκτης της αγάπης του λαού, ο λαοφιλής: Ο δήμαρχός μας είναι πολύ δημοφιλής στους δημότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
δημοφιλία — η το να είναι κανείς δημοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοφιλής. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
— Wikimedia Foundation Error العربية Bahasa Indonesia Česky Dansk Deutsch Eesti Ελληνικά English Español … Википедия