-
1 δημοκρατικός
[димократикос]εκ. демократический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημοκρατικός
-
2 αντ δημοκρατικός
[андидимократикос] επ. антидемократический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντ δημοκρατικός
-
3 абзтаб[ριβαλγιουτσυόννα-ντιμακρατίτσισκιϊ] εκ. επαναστατικό-δημοκρατικός
[ριβαλγιουτσυόννυΐ] εκ. επαναστατικόςРусско-греческий новый словарь > абзтаб[ριβαλγιουτσυόννα-ντιμακρατίτσισκιϊ] εκ. επαναστατικό-δημοκρατικός
-
4 абзтаб[ριβαλγιουτσυόννα-ντιμακρατίτσισκιϊ] επ επαναστατικό-δημοκρατικός
[ριβαλγιουτσυόννυϊ] επ επαναστατικόςРусско-эллинский словарь > абзтаб[ριβαλγιουτσυόννα-ντιμακρατίτσισκιϊ] επ επαναστατικό-δημοκρατικός
-
5 демократический
-
6 республиканский
-
7 демократический
επ.δημοκρατικός•демократический централизм δημοκρατικός συγκεντρωτισμός•
-ая республика δημοκρατία (δημοκρατικό πολίτευμα)•
демократический строй δημοκρατικό καθεστώς•
-ое законодательство δημοκρατική νομοθεσία•
-ие преобразования δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις•
-ие права δημοκρατικά δικαιώματα.
|| παλ. λαϊκός•-ое чувство το λαϊκό αίσθημα.
-
8 демократ
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демократ
-
9 республика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > республика
-
10 демократический
демократ||и́ческийприл δημοκρατικός:\демократическийи́ческие права τά δημοκρατικά δικαιώματα. -
11 революционно-демократический
революционно-демократическийприл ἐπαναστατικό-δημοκρατικός. -
12 республиканецский
республиканец||скийприл δημοκρατικός:\республиканецскийская партия (в США) τό ρεπουμπλικανικό κόμμα των ΕΠΑ. -
13 централизм
централизмм полит ὁ συγκεντρωτισμός:демократический \централизм ὁ δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. -
14 республиканский
[ρισπσυμπλικάνσκιϊ] εκ. δημοκρατικός -
15 республиканский
[ρισπσυμπλικάνσκιϊ] επ δημοκρατικός -
16 демократичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноδημοκρατικός. || παλ. λαϊκός. -
17 республиканец
-нца α.-ка, -и θ.δημοκρατικός, -ή (οπαδός του δημοκρατικού καθεστώτος ή του ρεσπουμπλικάνικου κόμματος, ρεσπουμπλικάνος). -
18 республиканский
επ.ρεσπουμπλικάνικος, δημοκρατικός• της δημοκρατίας•-ая партия ρεπουμπλικανικό κόμμα•
-ие министерства τα υπουργεία των Δημοκρατιών•
-ие учреждения τα ιδρύματα της Δημοκρατίας, -ιών.
-
19 централизм
-а α.συγκεντρωτισμός•демократический централизм δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
См. также в других словарях:
δημοκρατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικός — ή, ό (Α δημοκρατικός, ή, όν) 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημοκρατία ή στους δημοκράτες («δημοκρατικά ιδεώδη») 2. ως ουσ. ο οπαδός τής δημοκρατίας, αυτός που θεωρεί τη δημοκρατία ως το καλύτερο πολίτευμα («οὐδείς ἐστιν ἀνθρώπων φύσει οὔτε… … Dictionary of Greek
δημοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει, πιστεύει ή αναφέρεται στη δημοκρατία: Η οικογένειά του είναι δημοκρατική μέχρι το κόκαλο. 2. αυτός που ταιριάζει στη δημοκρατία: Τα δημοκρατικά ιδεώδη υπήρξαν πάντα το πιστεύω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοκρατικά — δημοκρατικός of neut nom/voc/acc pl δημοκρατικά̱ , δημοκρατικός of fem nom/voc/acc dual δημοκρατικά̱ , δημοκρατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικώτερον — δημοκρατικός of adverbial comp δημοκρατικός of masc acc comp sg δημοκρατικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικῶν — δημοκρατικός of fem gen pl δημοκρατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικόν — δημοκρατικός of masc acc sg δημοκρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικώτατον — δημοκρατικός of masc acc superl sg δημοκρατικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικαῖς — δημοκρατικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικαί — δημοκρατικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικοῖς — δημοκρατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)