Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δηλητηριάζω

  • 1 δηλητηριάζω

    [дилитириазо] р. отравлять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δηλητηριάζω

  • 2 отравить

    -равлю, -равишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (κυρλξ. κ. μτφ.)• δηλητηριάζω φαρμακώνω•

    -мышей δηλητηριάζω τα ποντίκια•

    отравить колодец δηλητηριάζω το πηγάδι•

    отравить газом δηλητηριάζω με αέριο•

    отравить себя δηλητηριάζομαι•

    он -ил его сознание αυτός του δηλητηρίασε τη συνείδηση.

    || μτφ. προξενώ θλίψη: χαλνώ βλάπτω ψυχικά.
    δηλητηριάζομαι, αυτοκτονώ με δηλητήριο. || παθαίνω δηλητηρίαση.

    Большой русско-греческий словарь > отравить

  • 3 отравить

    Русско-греческий словарь > отравить

  • 4 отравлять

    отрав||лять
    несов прям., перен δηλητηριάζω, φαρμακώνω:
    \отравлятьлять сознание δηλητηριάζω τήν συνείδηση.

    Русско-новогреческий словарь > отравлять

  • 5 окормить

    окормлго, окормишь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. окормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ. σ.μ.
    1. (απλ.) βλ. обкормить.
    2. βλάπτω με το παρατάγισμα. || δηλητηριάζω με την τροφή• окормить
    волков δηλητηριάζω τους λύκους.

    Большой русско-греческий словарь > окормить

  • 6 травить

    травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•

    травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).

    || φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•

    травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.

    2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.
    3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.
    4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).
    5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•

    мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).

    6. σπαταλώ.
    7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).
    8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.
    1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.
    ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).
    1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.
    2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.
    ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > травить

  • 7 усыпить

    -плго, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усыпленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. αποκοιμίζω, υπνώνω• — ребнка αποκοιμίζω το παιδάκι. || υπνωτίζω, ναρκώνω•

    усыпить больного перед операцией υπνωτίζω τον άρρωστο πριν την εγχείρηση.

    2. αδυνατίζω, εξασθενίζω, χαλαρώνω•

    усыпить бдительность χαλαρώνω την επαγρύπνηση•

    усыпить внимание χαλαρώνω την προσοχή.

    || καταπραΰνω, μαλακώνω•

    усыпить боль μαλακώνω τον πόνο.

    3. δηλητηριάζω•

    усыпить кошку δηλητηριάζω τη γάτα.

    Большой русско-греческий словарь > усыпить

  • 8 вытравить

    I.
    1. (путём химического воздействия) καθαρίζω (με χημικές ουσίες-οξέα) 2. (применяя яд, отраву) δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξοντώνω 3. (узор, изображение) χαράσσω στο μέταλλο (με χημική ουσία). II.
    мор. (канат, трос) χαλαρώνω, ξελασκάρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытравить

  • 9 отравление

    η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα
    η φαρμακεία
    - ять δηλητηριάζω, φαρμακώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отравление

  • 10 травить

    1. тех. καθαρίζω με οξύ/οξέα 2. (канат) εκτυλίσσω, λασκάρω (ξεν.) 3. (истреблять, умерщвлять отравой) δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > травить

  • 11 отравлять

    [ατραβλγιάτ'] ρ. δηλητηριάζω

    Русско-греческий новый словарь > отравлять

  • 12 отравлять

    [ατραβλγιάτ'] ρ δηλητηριάζω

    Русско-эллинский словарь > отравлять

  • 13 вытравить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, ξεκάνω με δηλητήριο.
    2. καθαρίζω χημικώς•

    вытравить пятна βγάζω τους λεκέδες με χημική ουσία.

    3. χαράσσω (με χημική ουσία σε μέταλλο).
    4. καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
    5. (πυνηγ.) σηκώνω, βγάζω, κάνω να βγει, να ξεπεταχτεί, το θήραμα.
    1. καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι, με χημική ουσία.
    2. χαράσσομαι με χημική ουσία.
    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    (ναυτ.) ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω λίγο.
    κατεβαίνω αργά, λίγο-λίγο (για άγκυρα, παλαμάρι).

    Большой русско-греческий словарь > вытравить

  • 14 натравить

    -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ εξωθώ, υποκινώ, σπρώχνω•

    натравить собак на зверя παρορμώ τα σκυλιά κατά του θηρίου•

    они -ли на него соседа αυτοί παρότρυναν εναντίον του το γείτονα.

    2. δηλητηριάζω μαζικά, εξολοθρεύω, καταστρέφω.
    3. χαράσσω με καυστικό υγρό.

    Большой русско-греческий словарь > натравить

  • 15 опоить

    опою,опоишь, προστκ. опой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опоенный, βρ: опоен, -а, -о κ. опоенный, βρ: опон
    -оена, -оено
    ρ.σ.μ.
    1. παραποτίζω βλάπτω. || μεθώ, ζαλίζω, θολώνω το μυαλό.
    2. δηλητηριάζω, ποτίζω με δηλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > опоить

  • 16 перетравить

    -травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетравленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δηλητηριάζω (όλους, πολλούς).
    2. φθείρω, χαλνώ με τη χρήση χημικών ουσιών.
    3. ξοδεύω, καταναλώνω άσκοπα σπαταλώ παραξοδεύω, παρακαταναλώνω.
    δηλητηριάζομαι (για όλους, πολλούς). || φθείρομαι, χαλνώ α-πο υπερβολική χρήση χημικής ουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > перетравить

  • 17 подтравить

    ρ.σ.μ.
    1. διαβιβρώσκω, τρώγω(με οζέα).
    2. δηλητηριάζω λίγο.
    3. θυμώνω, ερεθίζω, πειράζω.

    Большой русско-греческий словарь > подтравить

См. также в других словарях:

  • δηλητηριάζω — δηλητηριάζω, δηλητηρίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δηλητηριάζω — 1. δίνω σε κάποιον δηλητήριο, τόν φαρμακώνω, σκοτώνω κάποιον με φαρμάκι 2. (για φαγώσιμα) προξενώ δηλητηρίαση 3. ποτίζω κάτι με δηλητήριο, ρίχνω σε κάτι δηλητήριο («δηλητηρίασε το κρασί») 4. δηλητηριάζοντας κάτι σιγά σιγά τό φθείρω, τό καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριάζω — δηλητηρίασα, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος 1. δίνω δηλητήριο σε κάποιον, φαρμακώνω: Πρώτα δηλητηρίασε τα παιδιά της και μετά αυτοκτόνησε. 2. μτφ., προκαλώ λύπη, στεναχωρώ κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου: Η μάνα δηλητηριάστηκε με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφαρμάσσω — (Α) 1. δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα 2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαρμάσσω «δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα»] …   Dictionary of Greek

  • καταφαρμακεύω — (AM) μσν. αρχ. δηλητηριάζω αρχ. 1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων 2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια 3. γοητεύω, μαγεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»] …   Dictionary of Greek

  • αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… …   Dictionary of Greek

  • αδηλητηρίαστος — η, ο [δηλητηριάζω] 1. αυτός που δεν δηλητηριάστηκε, ο αφαρμάκωτος 2. που δεν έχει υποστεί ηθική βλάβη, ο ηθικά άφθαρτος …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριαστής — ο (θηλ. δηλητηριάστρια, η) αυτός που δηλητηριάζει, που προξενεί βλάβη ή που σκοτώνει με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηλητηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • δοξεύω — (Μ δοξεύω) 1. βάλλω, χτυπώ με τόξο 2. τραυματίζω με βέλος 3. παθ. είμαι πληγωμένος από έρωτα μσν. 1. (για μέλισσα) κεντρίζω 2. προσβάλλω, διασύρω 3. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξεύω με τροπή του τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] …   Dictionary of Greek

  • εξιώ — ἐξιῶ, όω (Α) 1. καθαρίζω από τη σκουριά 2. δηλητηριάζω 3. παθ. είμαι απαλλαγμένος από δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώ «καθαρίζω το μέταλλο» (< ιός «σκουριά»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»