-
1 δηλητηρίαση
[дилитириаси] ουσ. Θ. отравление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δηλητηρίαση
-
2 отравление
-
3 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
4 интоксикация
мед. η τοξίνωση-онный δηλητηριασμένος, από δηλητηρίασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интоксикация
-
5 отравление
η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμαη φαρμακεία- ять δηλητηριάζω, φαρμακώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отравление
-
6 сатурнизм
мед. η μολυβδίαση, η δηλητηρίαση με μόλυβδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сатурнизм
-
7 угар
I.тех. η απώλεια/μείωση του βάρους (λόγω καύσης).II. 1. (удушливый ядовитый газ, угарный газ) το μονοξείδιο του άνθρακα 2. (болезненное состояние при отравлении угарным газом) η δηλητηρίαση από το μονοξείδιο του άνθρακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угар
-
8 интоксикация
интоксикацияж мед. ἡ δηλητηρίαση[-ις]. -
9 отравление
отрав||лениес ἡ δηλητηρίαση [-ις], τό Φαρμάκωμα. -
10 отравление
[ατραβλιένιιε] ουσ. ο. δηλητηρίαση -
11 отравление
[ατραβλιένιιε] ουσ ο δηλητηρίαση -
12 вытравление
-я ουδ.1. εξολόθρευση, καταστροφή, εξόντωση, ξέκαμα με δηλητηρίαση.2. καθάρισμα με χημική ουσία.3. βλ. вытравка.4. καταπάτημα, τσαλαπάτημα.5. (υνηγ,) ξεσήκωμα θηράματος. -
13 замор
-а α.μαζική καταστροφή ψαριών (α-πο δηλητηρίαση κλπ.). -я ουδ.1. ψύξη, κατάψυξη, πάγωμα. || ξεπάγιασμα.2. μτφ. σταμάτημα• καθήλωση, πάγωμα•замор зарплаты πάγωμα των αποδοχών.
3. л μη χρησιμοποίηση (υλικών μέσων). -
14 интоксикационный
επ.δηλητηριασμένος, από δηλητηρίαση•интоксикационный психоз δηλητηριώδης ψυχωοη.
-
15 интоксикация
-и θ.δηλητηρίαση, φαρμάκευση. -
16 натравливание
-я ουδ.1. παρακίνηση, παρότρυνση, παρόρμηση προτροπή ώθηση σπρώξιμο.2. δηλητηρίαση μαζική, εξόντωση, εξολόθρευση, καταστροφή.3. βλ. натравка. -
17 окормка
-и θ.1. παρατάγισμα (μέχρι βλάβης).2. δηλητηρίαση με τροφή (δόλωμα). -
18 отравить
-равлю, -равишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отравленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.(κυρλξ. κ. μτφ.)• δηλητηριάζω φαρμακώνω•-мышей δηλητηριάζω τα ποντίκια•
отравить колодец δηλητηριάζω το πηγάδι•
отравить газом δηλητηριάζω με αέριο•
отравить себя δηλητηριάζομαι•
он -ил его сознание αυτός του δηλητηρίασε τη συνείδηση.
|| μτφ. προξενώ θλίψη: χαλνώ βλάπτω ψυχικά.δηλητηριάζομαι, αυτοκτονώ με δηλητήριο. || παθαίνω δηλητηρίαση. -
19 отравление
-я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) δηλητηρίαση φαρμάκωμα. -
20 угар
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — η 1. η εισαγωγή στον οργανισμό δηλητήριου, μέσα από την τροφή, το νερό κτλ.: Έπαθα τροφική δηλητηρίαση από μουχλιασμένο τυρί. 2. μτφ., πρόκληση ψυχικής ανισορροπίας, διαστρέβλωση της συνείδησης από ιδέες που τη φθείρουν: Οι αμαθείς έπαθαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… … Dictionary of Greek
μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… … Dictionary of Greek
φθορίαση — η, Ν 1. ιατρ. δηλητηρίαση από φθόριο και από τα παράγωγά του 2. φρ. α) «οξεία φθορίαση» ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τυχαία λήψη μεγάλης ποσότητας φθοριούχων ενώσεων β) «χρόνια φθορίαση» ιατρ. επαγγελματική νόσος, χρόνια δηλητηρίαση που… … Dictionary of Greek
αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… … Dictionary of Greek
βαρβιτουρικά — Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν… … Dictionary of Greek
κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία … Dictionary of Greek
μολυβδίαση — (Ιατρ.). Χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο, επαγγελματικής γενικά φύσης. Συνήθως προσβάλλονται από μ. φαναρτζήδες, ζωγράφοι, τυπογράφοι. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης είναι η εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρα· στη συνέχεια, και σε… … Dictionary of Greek
τηλετοξία — η, Ν βιολ. δηλητηρίαση ορισμένων οργανισμών από ένα τοξικό προϊόν που απελευθερώνεται στο κοινό περιβάλλον από έναν οργανισμό που ανήκει σε άλλο είδος, όπως είναι η δηλητηρίαση τών καβουριών από το δηλητήριο τού χταποδιού και η αντιβιοτική δράση… … Dictionary of Greek
τροφικός — ή, ό / τροφικός, ή, όν, ΝΜΑ [τροφή] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη (α. «τροφικές διαταραχές» διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες τής θρέψεως ιστών ή οργάνων β. «τροφική δηλητηρίαση» δηλητηρίαση οφειλόμενη στη… … Dictionary of Greek