-
1 δειδω
(fut. δείσομαι; aor. ἔδεισα - эп. ἔδδεισα и δεῖσα; преимущ. pf.-praes. δέδοικα и δέδια, ppf.- impf. ἐδεδοίκειν и ἐδεδίειν)1) бояться, страшиться, пугаться, опасаться(τινά и τι Thuc., Arph., Dem., Arst., Plut., περί τινι Hom., ἀμφί τινι Aesch., περί τινος Xen., Eur. и ὑπέρ τινος Thuc.)
ταῦτα τοὺς Ἀθηναίους ἡγούμενοι, ἅπερ ἔδεισαν, φοβεῖσθαι Thuc. — полагая, что афиняне испытывают страх перед тем, чего они (и в самом деле) боялись;δείσαντες ἐκ τῶν ὕπνων Polyb. — в испуге проснувшись;θανεῖν σε δείσας Eur. — боясь твоей смерти;δέδοιχ΄ ὅπως μέ ἀναρρήξῃ κακά Soph. — боюсь, как бы не стряслись беды;δέδοικα μέ οὐκ ἔχω ἐγὼ τοσαύτην σοφίαν, ὥστε … Xen. — боюсь, что у меня не хватит умения, чтобы …;δεδιως μέ κακόνους δόξειεν Thuc. — боясь показаться недоброжелателем2) благоговейно чтить, почитать(θεούς, σημάντορας Hom.; γονέας Plat.)
-
2 δείδω
δείδω бояться обычно pf.: δέδοικα / δέδια aor. ἔδεισα -
3 δεδια
-
4 δεδιεναι
-
5 δεδιθι
-
6 δεδιμεν
-
7 δεδιως
-
8 δεδοικια
-
9 δεδοικω
-
10 δειδισαν...
-
11 δεισαι
-
12 εδδεισα
-
13 εδεδιειν
-
14 εδεδοικειν...
-
15 εδειδιμεν
-
16 εδειδισαν
-
17 κατασηπω
(pass.: fut. 2 κατασαπήσομαι, aor. 2 κατεσάπην)1) подвергать гниению, гноить, pass. гнить, истлевать(οὔτε κατασήπεσθαι οὔτε λυμαίνεσθαι Xen.; ἐν δεσμωτηρίῳ Plut.)
δείδω, μέ …κατὰ χρόα πάντα σαπήῃ Hom. — боюсь, как бы (тем временем) не истлело все тело (Патрокла);ἕως ἂν ἢ κατακαυθῇ ἢ κατασαπῇ Plat. — (органические остатки существуют), пока они или не сгорят, или не сгниют2) (pf. κατασέσηπα) ирон. гнить, тлеть Arph. -
18 περιδειδω
(fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. περιδείδια) сильно бояться, страшитьсяπ. τινός Hom. и τινά Batr. — бояться кого-л.;
π. τινί Hom. — бояться за кого(что)-л. -
19 προδειδω
заранее испытывать страхοὔτε θρασὺς οὔτε προδείσας εἰμὴ τῷ λόγῳ Soph. — эти слова не внушают мне ни смелости, ни страха
-
20 υπερδειδω
1) сильно бояться, быть в ужасе Her.2) бояться за другихὑ. τινός Soph. — бояться за кого-л.;
ὑ. τινα τινος Aesch. — испытывать страх перед кем-л. за кого-л.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… … Dictionary of Greek
δείδω — pres subj act 1st sg δείδω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιότα — δείδω perf part act neut nom/voc/acc pl δείδω perf part act masc acc sg δείδω perf part act neut nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείσῃ — δείδω aor subj mid 2nd sg δείδω aor subj act 3rd sg δείδω fut ind mid 2nd sg δεῖσα slime fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιότες — δείδω perf part act masc nom/voc pl δείδω perf part act masc nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδοικότα — δείδω perf part act neut nom/voc/acc pl δείδω perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδοίκετε — δείδω perf imperat act 2nd pl δείδω plup ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδιότα — δείδω perf part act neut nom/voc/acc pl δείδω perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδιότες — δείδω perf part act masc nom/voc pl δείδω perf part act masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισάντων — δείδω aor part act masc/neut gen pl δείδω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖσαι — δείδω aor imperat mid 2nd sg δείδω aor inf act δεῖσα slime fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)