-
1 Secondary
adj.Subordinate: P. and V. πάρεργος, V. δεύτερος.( Treat) as secondary: P. and V. ἐν παρέργῳ (ποιεῖσθαι, or τίθεσθαι) (acc.), V. πάρεργον ποιεῖσθαι (Eur., El. 63).All else that a woman may suffer is secondary: V. τὰ μὲν γὰρ ἄλλα δεύτερʼ ἂν πάσχοι γυνή (Eur., And. 372).Secondary to: P. ὕστερος πρός (acc.), V. ἥσσων (gen.), or use prep., ὄπισθε(ν) (gen.).Second best: P. and V. δεύτερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Secondary
См. также в других словарях:
δεύτερ' — δεύτερα , δεύτερος second neut nom/voc/acc pl δεύτερε , δεύτερος second masc voc sg δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδιάτικος — η, ο, Ν αυτός που αναφέρεται στην Τετάρτη. επίρρ... τετραδιάτικα Ν κατά την Τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τετράδη «τετάρτη» + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, μην ιάτικος)] … Dictionary of Greek
τριτιάτικος — η, ο, Ν αυτός που συμβαίνει την ημέρα Τρίτη. επίρρ... τριτιάτικα την Τρίτη, κατά την Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτη + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, σαββατ ιάτικος)] … Dictionary of Greek
τριτωδούμαι — έομαι, Α ανήκω στην τρίτη σειρά, στην τρίτη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ᾠδή, κατά τα συνηρ. σε έω, ῶ (πρβλ. δευτερ ῳδοῦμαι)] … Dictionary of Greek