-
1 δεσμος
ὅ (pl. тж. δεσμά)1) привязь(δεσμὸν ἀπορρῆξαι Hom.)
2) причальный канат(ἄνευ δεσμοῖο νῆες Hom.)
3) дверной ремень(θύρας ἐπὴ δεσμὸν ἰῆλαι Hom.)
4) упряжной ремень, постромка5) скрепа, гвоздь(κόπτειν δεσμούς Hom.)
6) анат. связка(οἱ δεσμοὴ καὴ αἱ φλέβες Arst.)
7) преимущ. pl. узы, оковы(ἐν δεσμοῖς δεῖν Hom., Plat.; ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Aesch., Arst.)
δεσμοῖς Thuc. — в оковах, связанный8) перен. узы, связи(δεσμοὴ φιλίας Plat.)
δεσμοὴ πάσης πολιτείας Plat. = οἱ νόμοι9) тж. pl. темница, тюрьма(δημόσιος δ. Plat.; δεσμοῦ τιμᾶσθαι Lys.)
ὅ ἐπὴ τῶν δεσμῶν Luc. — тюремщик10) пленение, плен(δ. καὴ δουλεία Xen.)
11) связанность, скованность(ὅ ὕπνος οἷον δ. καὴ ἀκινησία Arst.)
-
2 δεσμός
ο1) то, чем связывают (верёвка, ремень и т. п.); 2) узел; 3) узы;φιλίας — узы дружбы;§ γόρδιος δεσμός — гордиев узел
-
3 δεσμός
ὁ δεσμός ['(с)вязь'] 1. привязь, ремень; 2. узы, оковы -
4 δεσμός
{сущ., 20}привязь; мн.ч. узы, оковы.Ссылки: Мк. 7:35; Лк. 8:29; 13:16; Деян. 16:26; 20:23; 22:30; 23:29; 26:29, 31; Флп. 1:7, 13, 14, 16; Кол. 4:18; 2Тим. 2:9; Флм. 1:10, 13; Евр. 10:34; 11:36; Иуд. 1:6. LXX: 631 ( רסא).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεσμός
-
5 δεσμός
{сущ., 20}привязь; мн.ч. узы, оковы.Ссылки: Мк. 7:35; Лк. 8:29; 13:16; Деян. 16:26; 20:23; 22:30; 23:29; 26:29, 31; Флп. 1:7, 13, 14, 16; Кол. 4:18; 2Тим. 2:9; Флм. 1:10, 13; Евр. 10:34; 11:36; Иуд. 1:6. LXX: 631 ( רסא).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεσμός
-
6 δεσμός,
привязь; мн.ч. узы, оковы; LXX: (אסר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεσμός,
-
7 δεσμὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεσμὸς
-
8 δεσμός
[десмос] ουσ α связь. -
9 αδεσμος
21) не связанный, нескованныйἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Thuc. — держать кого-л. под арестом, но без оков;
βαλάντιον ἄδεσμον Plut. — незавязанный кошель, перен. неумеренная щедрость2) сковывающийδεσμὸς ἄ. Eur. — не сковывающие, т.е. добровольно наложенные на себя оковы
-
10 αεικελιος
ἀεικέλιος, ἀεικής21) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный(λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.)
2) непристойный, неприличный(ἔπεα Her.)
3) жалкий, плохой(χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.)
ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. — ты одет в лохмотья4) скудный, незначительный, ничтожный(μισθός, ἄποινα Hom.)
5) необычныйοὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. — вполне естественно, что Делос пережил землетрясение
-
11 αεικης...
ἀεικής...ἀεικέλιος, ἀεικής21) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный(λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.)
2) непристойный, неприличный(ἔπεα Her.)
3) жалкий, плохой(χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.)
ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. — ты одет в лохмотья4) скудный, незначительный, ничтожный(μισθός, ἄποινα Hom.)
5) необычныйοὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. — вполне естественно, что Делос пережил землетрясение
-
12 αποδεσμος
-
13 αχλυοεις
-
14 δυσεξηνυστος
-
15 δυσηλεγης
2жестокий, беспощадный, мучительный(θάνατος, πόλεμος Hom.; δεσμός, πηγάδες Hes.)
-
16 επιδεσμος
-
17 κατοχος
21) крепкий, прочный(δεσμός Plut.)
2) крепко удерживаемый, связанный, скованный(γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.)
3) одержимый, вдохновляемый(Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.)
4) обуреваемый(τύφῳ Luc.)
5) захваченный, увлеченный(ὑφ΄ ἡδονῆς Plut.)
6) крепко удерживающий в памяти, хорошо запоминающий(κ. καὴ μνημονικός Plut.)
-
18 κρατιστος
(ᾰ), эп. κάρτιστος 31) чрезвычайно сильный, сильнейшийκ. πετεηνῶν Hom. — (орел), сильнейшее из пернатых;
κ. Ἑλλήνων Soph. = Ἀχιλλεύς;κ. θεῶν Pind. = Ζεύς;καρτίστη μάχη Hom. — жесточайшая битва;δεσμὸς κ. Plat. — крепчайшая связь2) (наи)лучшийκ. τέν ψυχήν Thuc. — лучший по душевным качествам;
οἱ κράτιστοι Xen. — знатнейшие из граждан;τὰ κράτιστα τῆς χώρας Xen. — лучшая часть страны;δυνάμεως τὸ κράτιστον Xen. — лучшая часть, цвет армии;διαβάλλειν τε καὴ ἀπολύσασθαι διαβολὰς κ. Plat. — весьма искусный как в клевете, так и в опровержении клеветы;φυγέειν κάρτιστον ἀπ΄ αὐτῆς Hom. — от нее (Скиллы) лучше всего бежать;ἀπὸ τοῦ κρατίστου Polyb. — самым серьезным образом - см. тж. κράτιστα -
19 λινοδεσμος
-
20 νηλεης
эп. νηλειής, стяж. νηλής 2[ἔλεος]1) безжалостный, жестокий(ἦτορ, δεσμός, θυμός, ἦμαρ Hom.)
2) не вызывающий страдания, безжалостно брошенный(σῶμα Soph.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δεσμός — band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες … Dictionary of Greek
δεσμούς — δεσμός band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμόν — δεσμός band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek