Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεσμά

  • 1 δεσμά

    [дэзма] ουσ. о. πληθ. оковы, кандалы,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεσμά

  • 2 цепь

    цеп||ь
    ж
    1. ἡ ἀλυσίδα, ἡ ἄλοσις, ἡ ἄλυσος:
    я́корная \цепь ἡ ἀλυσίδα τής ἄγκυ-ρας· \цепьи рабства οἱ ἀλυσίδες τής σκλαβιάς, τά δεσμά τής δουλείας· \цепь исследований ἄλυσις ἐρευνών держать на \цепьй прям., перен κρατώ ἀλυσοδεμένο· спустить с \цепьй прям., перен λύνω, ἀμολάω, ξαπολάω· сорваться с \цепьй а) λύνομαι ἀπό τήν ἀλυσίδα, б) перен ξαπολιέμαι, ἀποχαλινώνομαι·
    2. перен (ряд, вереница) ἡ σειρά, ἡ ἀλυσίδα:
    \цепь событий ἡ σειρά (или ἡ ἀλυσίδα) τών γεγονότων горная \цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βουνοσειρά, ἡ ἄλυσις ὁρέων
    3. воен.:
    стрелковая \цепь ἡ ἀλυσίδα μαχητών \цепь сторожевых постов ἡ σειρά τῶν φυλακίων 4.:
    \цепьи мн. (оковы) οἱ ἀλυσίδες / черен. τά δεσμά:
    заковывать в \цепьи ἀλυσοδένω· \цепьи рабства τά δεσμά τής δουλείας· разорвать \цепьи а) σπάω τίς ἀλυσίδες, б) перен σπάω τά δεσμά.

    Русско-новогреческий словарь > цепь

  • 3 оковы

    оков πλθ.
    1. παλ. δεσμά, αλυσίδες, σίδερα.
    2. μτφ. κάθε τι που καταπιέζει•

    оковы рабства τα δεσμά της δουλείας•

    моральные оковы τα ηθικά δεσμά.

    Большой русско-греческий словарь > оковы

  • 4 оковы

    оков||ы
    мн. прям., перен τά δεσμά, τά σίδερα, οἱ ἀλυσίδες:
    сбрасывать с себя \оковы πετώ (или σπάνω) τά δεσμά μου.

    Русско-новогреческий словарь > оковы

  • 5 кандалы

    -ов πλθ.
    αλυσίδες, δεσμά•

    ручные кандалы χειροπέδες•

    ножные кандалы ποδοπέδες•

    заковить в кандалы βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω.

    Большой русско-греческий словарь > кандалы

  • 6 свергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сверг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω.
    2. μτφ. ανατρέπω, εκθρονίζω• καταλύω• σπάζω τα δεσμά•

    русский народ -ул царское самодержавие ο ρωσικός λαός κατέλυσε την τσαρική απολυταρχία•

    свергнуть колониальный режим αποτινάζω το αποικιαπ,ό καθεστώς•

    свергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.

    εκφρ.
    свергнуть бремя – αποτινάζω το βάρος•
    свергнуть иго – αποτινάζω το ζυγό (τη σκλαβιά)•
    свергнуть оковы – σπάτα δεσμά.
    παλ. πέφτω, καταπίπτω, γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свергнуть

  • 7 узы

    уз πλθ.
    1. παλ. • δεσμά• αλυσίδες-τα δεσμά από σχοινί, τριχιά.
    2. δεσμοί, στενές σχέσεις•

    узы дружбы δεσμοί φιλίας.

    Большой русско-греческий словарь > узы

  • 8 заключение

    1. (в оболочку, кожух) το κλείσιμο, η τοποθέτηση (σε περίβλημα) - в скобки - σε παρένθεση 2. (вывод, суждение) το συμπέρασμα, το πόρισμα
    - экспертизы το πόρισμα των πραγματογνωμόνων/εμπειρογνωμόνων
    3. юр. η φυλάκιση пожизненное - τα ισόβια δεσμά, η ισόβια κάθειρξη 4. (мира, соглашения) η σύναψη
    - контракта - της σύμβασης/του συμβολαίου
    5. (конец чего-л., последняя часть) το τέλος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключение

  • 9 пожизненный

    ισόβι/ος
    - ое заключение - α κάθειρξη/δεσμά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пожизненный

  • 10 заключение

    заключение
    с
    1. (лишение свободы) ἡ κράτηση [-ις], ἡ φυλάκιση [-ις]:
    \заключение под стражу ἡ φυλάκιση· предварительное \заключение ἡ προφυλάκιση· пожизненное \заключение τά ίσό-βια δεσμά· 2.:
    \заключение договора τό κλείσιμο συμφώνου, τό κλείσιμο συμφωνίας·\заключение мира ἡ σύναψη συνθήκης εἰρήνης·
    3. (вывод) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα:
    \заключение комиссии τό πόρισμα τής ἐπιτροπής· обвинительное \заключение юр. τό κατηγορητήριο· приходить к \заключениеию καταλήγω στό συμπέρασμα·
    4. (окончание \заключение в книге, речи) τό τέλος, ἡ κατακλείς· ◊ в \заключение τελειώνοντας, ἐν κατακλείδι.

    Русско-новогреческий словарь > заключение

  • 11 колодки

    колодки
    мн. (для преступников) ист. οἱ ἀλυσίδες, τά δεσμά, ὁ κλοιός.

    Русско-новогреческий словарь > колодки

  • 12 пожизненный

    пожи́зненн||ый
    прил ἰσόβιος:
    \пожизненныйая пенсия ἡ ισόβια σύνταξη· \пожизненныйое заключение τά ἰσόβια δεσμά.

    Русско-новогреческий словарь > пожизненный

  • 13 путы

    путы
    мн. прям., перен τά δεσμά.

    Русско-новогреческий словарь > путы

  • 14 расковать

    расковать
    сов, расковывать несов
    1. (лошадь) ξεπεταλώνω·
    2. (снимать оковы) λύνω τά δεσμά.

    Русско-новогреческий словарь > расковать

  • 15 оковы

    [ακόβυ] οοσ. κληθ. αλυσίδες, δεσμά

    Русско-греческий новый словарь > оковы

  • 16 оковы

    [ακόβυ] ουσ πληθ αλυσίδες, δεσμά

    Русско-эллинский словарь > оковы

  • 17 бряцать

    ρ.δ.
    κλαγγάζω, κροταλίζω, κουρταλώ•

    -ли кандалы κροτάλιζαν οι χειροπέδες(τα δεσμά).

    || κρούω (για χορδές μουσ. οργάνου).
    εκφρ.
    бряцать оружием – κλαγγάζω τα όπλα (φοβερίζω με πόλεμο).

    Большой русско-греческий словарь > бряцать

  • 18 влачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.μ.
    1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•

    влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•

    влачить оковы σέρνω τα δεσμά•

    влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.

    2. ζω, διαβιώ•

    влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.

    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•

    часы -атся οι ώρες περνούν.

    Большой русско-греческий словарь > влачить

  • 19 железо

    ουδ.
    1. σίδηρος, σίδερο•

    кованое железо σίδερο ελατό η σφυρήλατο•

    листовое -σιδερόφυλλα•

    прокатное железо ελκύστρου ή ελάστρου χάλυβας ή σίδερο ή ράβδος ελατή•

    брусковое-- σιδερένια ράβδος τετραγωνικής διατομής•

    кровельное железо λαμαρίνα, έλασμα, φύλλο σιδήρου•

    оцинкованное железо φύλλο σιδήρου επιφευδαργυρωμένο.

    2. φάρμακο σιδηρούχο•

    принимать железо παίρνω σιδηρούχο φάρμακο.

    3. (παλ.,) δεσμά, αλυσίδες, σίδερα.

    Большой русско-греческий словарь > железо

  • 20 заключение

    ουδ.
    1. έγκλειση, κλείσιμο•

    заключение в скобки κλείσιμο σε παρένθεση.

    2. φυλάκιση, εγκάθειρξη•

    заключение под страж φυλάκιση με σκοπό (φύλακα)•

    подвергать -ю φυλακίζω, βάζω φυλακή•

    приговорить к -ю καταδικάζω σε φυλάκιση•

    тюремное заключение φυλάκιση, εγκάθειρξη•

    пожизненное заключение ισόβια δεσμά•

    одиночное заключение εγκάθειρξη στο απομονωτηριο•

    предварительное προφυλάκιση.

    3. συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγόμενο•

    прийти к заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα•

    заключение экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων•

    обвинительное (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο.

    4. τέλος, κατακλείδα, φινάλε• ακροτελεύτιο•

    в заключение στο τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας.

    || σύναψη•

    заключение мира σύναψη ειρήνης•

    заключение договора σύναψη συνθήκης.

    Большой русско-греческий словарь > заключение

См. также в других словарях:

  • δέσμα — bond neut nom/voc/acc sg δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc/acc dual δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμα — δέσμα, το (Α) [δω] (συνήθ. πληθ.) δέσματα α) τα δεσμά β) οι κεφαλόδεσμοι …   Dictionary of Greek

  • δεσμά — τα βλ. δεσμός …   Dictionary of Greek

  • δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόβια δεσμά — (Νομ.). Η διά βίου στέρηση της ελευθερίας. Ονομάζεται και ισόβια κάθειρξη. Επιβάλλεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά από τον νόμο. Προβλέπεται για τα κακουργήματα και, πριν από την κατάργηση της θανατικής ποινής, καθοριζόταν διαζευκτικά με… …   Dictionary of Greek

  • δέσμ' — δέσμα , δέσμα bond neut nom/voc/acc sg δέσμαι , δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμας — δέσμᾱς , δέσμη package fem acc pl δέσμᾱς , δέσμη package fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμασιν — δέσμα bond neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσματα — δέσμα bond neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»