Перевод: с немецкого на все языки
δενδρέῳ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
δενδρέῳ — δένδρεον tree neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρέωι — δενδρέῳ , δένδρεον tree neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UCALEGON — unus ex Troianis Proceribus, qui belli tempore, quod annis confectus esset, praeliô abstinuit, ut refert Homer. Il. 13. Idem de bello et Antenore Il. γ. v. 148. Οὐκαλέγων τε καὶ Α᾿ντην´ωρ, πεπνυμένω ἄμφω, Εἵατο δημογέροντες ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι,… … Hofmann J. Lexicon universale
εφέζομαι — ἐφέζομαι (Α) 1. κάθομαι πάνω σε κάτι («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ή μένω δίπλα ή κοντά σε κάτι, παρακάθημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕζομαι] … Dictionary of Greek
λειριόεις — λειριόεις, εσσα, εν (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο 2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.) 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» τα άνθη τού κρίνου, τα… … Dictionary of Greek