Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεινά

  • 1 бедствие

    ουδ.
    δεινοπάθημα, συμφορά, δυστυχία, κακό μεγάλο•

    стихийное бедствие θεομηνία•

    сигнал -я σήμα κινδύνου•

    -я войны τα δεινά του πολέμου•

    -я судьбы τα δεινά της τύχης.

    Большой русско-греческий словарь > бедствие

  • 2 крест

    α.
    σταυρός•

    деревянный крест ξύλινος σταυρός•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    флаг с -ом σημαία με σταυρό•

    георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.

    || μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•

    безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.

    || ως επίρ. -ом σταυρωτά•

    сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.

    εκφρ.
    болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•
    крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•
    вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•
    - а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•
    поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•
    целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•
    оградить ή осенить себя -ом ή знамением -аπαλ. κάνω το σταυρό•
    распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•
    приложиться к -уπαλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > крест

  • 3 наслать

    нашлю, нашлшь, παθ. μτχ. παρλθ: χρ. насланный, -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στέλλω, αποστέλλω•

    наслать подарков στέλλω δώρα.

    2. εξαποστέλλω, εκπέμπω (για θεομηνίες, δεινά).

    Большой русско-греческий словарь > наслать

  • 4 палачество

    ουδ.
    τυραννία, τυραγνία, μαρτυρολόγιο, τα δεινά, σκληρή τιμωρία.

    Большой русско-греческий словарь > палачество

  • 5 пытка

    θ.
    βασάνισμα, -μός•

    орудия -и όργανα (μέσα) βασανισμού.

    || πλθ. -и βασανιστήρια, δεινά, μαρτύρια, τα πάθη• μαρτυρολόγιο. || μτφ. βάσανο, μαρτύριο, ψυχική ταλαιπωρία.

    Большой русско-греческий словарь > пытка

  • 6 раздирать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. разодрать.
    2. κατασπαράζω, ξεσχίζω.
    3. μτφ• βασανίζω, ταλαιπωρώ• προξενώ (επιφέρω) δεινά• κατατρύχω•

    войны -ли европу οι πόλεμοι κατασπάραζαν την Ευρώπη•

    тоска -ет сердце η θλίψη σπαράζει την καρδιά•

    печаль -ет душу η λύπη κατατρύχει την ψυχή.

    1. βλ. разодраться.
    2. σπαράζομαι, ξεσχίζομαι.
    3. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι• κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздирать

  • 7 страдание

    ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βάσα• νο, δοκιμασία, δεινοπάθεια, κακουχία, ταλαιπωρία, δεινά. || τετράστιχο ερωτικό.

    Большой русско-греческий словарь > страдание

См. также в других словарях:

  • δείνα, ο, η, το — και δείνας, ο, δείνα, η, δείνα, το αόρ. αντων., κάποιος: Δε θέλω να μου αναφέρεις ως παράδειγμα τον τάδε και δείνα άγνωστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖνα — such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινά — επίρρ. βλ. δεινός …   Dictionary of Greek

  • δεινᾷ — δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖν' — δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα , δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl δεῖνι , δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινᾶι — δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινᾷ , δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείν' — δεινά , δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) δεινέ , δεινός fearful masc voc sg δειναί , δεινός fearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖνες — δεῖνα such an one masc/fem/neut nom pl (attic) δεῖνα such an one masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖνι — δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»