-
1 δειλος
-
2 δειλός
δειλός, ή, όν ['страшливый'] 1. робкий; 2. жалкий -
3 δειλός
{прил., 3}трусливый, боязливый, робкий.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:40; Откр. 21:8. LXX: 7390 (ךּרַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δειλός
-
4 δειλός
{прил., 3}трусливый, боязливый, робкий.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:40; Откр. 21:8. LXX: 7390 (ךּרַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δειλός
-
5 δειλός
η, ό[ν] 1. трусливый; нерешительный, робкий;2. (ο) трус -
6 δειλός
трусливый, боязливый, робкий; LXX: (רַךְ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δειλός
-
7 δειλός
3 трусливый, трус -
8 δειλός
[дилос] επ трусливый, робкий. -
9 θρασυδειλος
I2IIὅ трасидил (род круглого камня на берегах римск. Эврот) Plut. -
10 ουτιδανος
3ничего не стоящий, негодный, ничтожный(οὐ. καὴ δειλός, ὀλίγος τε καὴ οὐ. Hom.)
-
11 1169
{прил., 3}трусливый, боязливый, робкий.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:40; Откр. 21:8. LXX: 7390 (ךּרַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1169
См. также в других словарях:
δείλος — δεῑλος, ο και δεῑλος, το (Μ) [δειλία] φόβος, δισταγμός … Dictionary of Greek
δειλός — cowardly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό επίρρ. ά φοβητσιάρης, άτολμος, δισταχτικός, λιπόψυχος: Ο δειλός δύσκολα προοδεύει στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δειλά — δειλός cowardly neut nom/voc/acc pl δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc/acc dual δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλότερον — δειλός cowardly adverbial comp δειλός cowardly masc acc comp sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλοτάτων — δειλός cowardly fem gen superl pl δειλός cowardly masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλοτέρων — δειλός cowardly fem gen comp pl δειλός cowardly masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλόν — δειλός cowardly masc acc sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλότατα — δειλός cowardly adverbial superl δειλός cowardly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλότατον — δειλός cowardly masc acc superl sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)