-
1 tıraka
δειλία -
2 lâcheté
δειλία -
3 трусость
-
4 пугливость
пугли́в||остьж ἡ δειλία, ἡ λιγοψυχία. -
5 робость
роб||остьж ἡ ἀτολμία, ἡ διστακτικότητα (несмелость)/ ἡ δειλία (боязливость)/ ἡ (έ)ντροπαλότητα [-ης] (застенчивость). -
6 трусость
трусостьж ἡ [δειλία/ ἡ μικροψυχία (малодушие). -
7 cowardice
[-dis]noun δειλία -
8 cowardliness
noun δειλία -
9 timidity
noun δειλία -
10 пуглиаость
[πουγκλίβαστ'] ουσ. θ. δειλία -
11 трусость
[τρούσαστ'] ουσ. θ. δειλία -
12 пуглиаость
[πουγκλίβαστ'] ουσ θ δειλία -
13 трусость
[τρούσαστ'] ουσ θ δειλία -
14 куст
-ы α.1. θάμνος, χαμόκλαδο.2. κάθε μονοστέλεχο, ξυλώδες ή κλιματώδες φυτό. || μτφ. ένωση μικρών επιχειρήσεων, συνεταιρισμών κ.τ.τ.).εκφρ.спрятаться в -ы – κρύβομαι από δειλία•уйти в -ы – ειρν. αποφεύγω, δειλιάζω. -
15 медвежий
-ья, -ьеεπ.της αρκούδας, α. αρκουδίσιος•медвежий след ίχνος (τορός) αρκούδας•
-ье мясо κρέας αρκούδας•
-ья шуба αρκουδόγουνα•
-ья шкура αρκτή, αρκουδοτόμαρο.
|| μτφ. αρκουδοειδής.εκφρ.- ья болезнь – αρκουδοδιάρροια (από φόβο), δειλία•медвежий угол – μέρος απόκεντρο, απομακρυσμένο•- ья услуга – η κακή εξυπηρέτηση (περιποίηση). -
16 пугливость
-и θ.ατολμία, φοβία, δειλία, μικροψυχία, λιποψυχία. -
17 робость
-и θ.διστακτικότητα, ατολμία, ενδοιασμός• δειλία. -
18 трусливость
-и θ.δειλία, ατολμία. -
19 трусость
-и θ.δειλία, λιποψυχία, λιγοψυχιά. -
20 Cowardice
subs.P. and V. δειλία, ἡ, κάκη, ἡ, ἀνανδρία, ἡ, πονηρία, ἡ, P. ἀτολμία, ἡ, φιλοψυχία, ἡ, κακότης, ἡ, κακία, ἡ, V. ἀψυχία, ἡ, κακανδρία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cowardice
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δειλία — δειλίᾱ , δειλία timidity fem nom/voc/acc dual δειλίᾱ , δειλία timidity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δειλίᾱ , δειλιάω to be afraid pres imperat act 2nd sg δειλίᾱ , δειλιάω to be afraid imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δειλία — Δειλίᾱ , Δειλίας masc voc sg (attic) Δειλίᾱ , Δειλίας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δειλίᾳ — Δειλίᾱͅ , Δειλίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλίᾳ — δειλίαι , δειλία timidity fem nom/voc pl δειλίᾱͅ , δειλία timidity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλια — η η στιγμιαία δειλία, το δείλιασμα … Dictionary of Greek
δειλία — η (AM δειλία) [δειλός] έλλειψη θάρρους, ατολμία αρχ. φρ. «δειλίην ὀφλεῑν», «ἔνοχος δειλίας» το να κατηγορείται κάποιος για ανανδρία … Dictionary of Greek
δειλία — η η ατολμία, ο φόβος, η λιποψυχία: Η δειλία του είναι φανερή όταν βρίσκεται ανάμεσα σε πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δειλιᾷ — δειλιάω to be afraid pres subj mp 2nd sg δειλιάω to be afraid pres ind mp 2nd sg (epic) δειλιάω to be afraid pres subj act 3rd sg δειλιάω to be afraid pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλιάσει — δειλιά̱σει , δειλίασις fright fem nom/voc/acc dual (attic epic) δειλιά̱σεϊ , δειλίασις fright fem dat sg (epic) δειλιά̱σει , δειλίασις fright fem dat sg (attic ionic) δειλιά̱σει , δειλιάω to be afraid aor subj act 3rd sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλίας — δειλίᾱς , δειλία timidity fem acc pl δειλίᾱς , δειλία timidity fem gen sg (attic doric aeolic) δειλίᾱς , δειλιάω to be afraid imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλιάσῃ — δειλιά̱σηι , δειλίασις fright fem dat sg (epic) δειλιά̱σῃ , δειλιάω to be afraid aor subj mid 2nd sg (attic doric) δειλιά̱σῃ , δειλιάω to be afraid aor subj act 3rd sg (attic doric) δειλιά̱σῃ , δειλιάω to be afraid fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)