-
1 δασμός
[дасмос] ουσ. а. пошлинаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δασμός
-
2 пошлина
пошлинаж ὁ δασμός, ὁ φόρος:ввозная \пошлина ὁ είσαγωγικός δασμός, τά είσαγω-γικά τέλη· вывоз на я \пошлина ὁ ἐξαγωγικός δασμός· таможенная \пошлина ὁ τελωνειακός δασμός. -
3 пошлина
эк. ο φόρ/ος, ο δασμός, το τέλοςвзимать - у εισπράττω το - о освобождать от - ы αποδεσμεύω από το - о устанавливать - у ορίζω το - отаможенная - τα τελωνειακά τέλη, ο τελωνιακός δασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пошлина
-
4 пошлина
пошлина ж о δασμός* τα τελωνειακά (таможенная)·облагать \пошлинаой δασμολογώ·уплатить \пошлинау πληρώνω το δασμό (или τα τελωνειακά)* * *жο δασμός; τα τελωνειακά ( таможенная)облага́ть по́шлиной — δασμολογώ
уплати́ть по́шлину — πληρώνω το δασμό ( или τα τελωνειακά)
-
5 таможенный
таможенный τελωνειακός; \таможенный сбор о τελωνειακός δασμός* * *тамо́женный сбор — ο τελωνειακός δασμός
-
6 пошлина
-ы θ.δασμός• φόρος•таможенная пошлина τελωνειακός δασμός•
импортная пошлина φόρος εισαγωγής•
экспортная пошлина φόρος εξαγωγής•
покровительственные -ы προστατευτικοί δασμοί•
наложить ή обложить -ы δασμολογώ.
-
7 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
8 запретйтельный
запрет||йтельныйприл:\запретйтельныййтельный тариф ὁ ἀπαγορευτικός δασμός. -
9 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο. -
10 акциз
-а α.φόρος, δασμός (κυρίως σε είδη πρώτης ανάγκης). || παλ. εφορία (ίδρυμα). -
11 вывозной
επ.εξαγωγικός, της εξαγωγής•-ая пошлина εξαγωγικός δασμός, φόρος εξαγωγής.
-
12 импортный
επ.εισαγωγικός•-ые пошлины εισαγωγικός φόρος (δασμός)•
-ые товары εμπορεύματα από το εξωτερικό.
-
13 тамга
-и θ.(παλ. κ. διαλκ.)• στίγμα, σημάδι. || σφραγίδα. || υπογραφή, τζίφρα. || τελωνειακός δασμός. -
14 таможенный
επ., τελωνειακός, του τελωνείου•таможенный склад αποθήκη τελωνείου•
таможенный осмотр η τελωνειακή εξέταση (έρευνα)•
-ая пошлина ο τελωνειακός δασμός.
См. также в других словарях:
δασμός — division of spoil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
δασμός — ο φόρος που καταβάλλεται για εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα: Τα κράτη της Eυρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταργήσει τους μεταξύ τους δασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασμοῖς — δασμός division of spoil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοί — δασμός division of spoil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοῦ — δασμός division of spoil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμούς — δασμός division of spoil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμῶν — δασμός division of spoil masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμῷ — δασμός division of spoil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμόν — δασμός division of spoil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγιο — το 1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται 2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» αυτό που… … Dictionary of Greek