-
1 δασαρχείο
[дасархио] ουσ. о. лесничество, лесное ведомство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δασαρχείο
-
2 лесничество
το δασαρχείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесничество
-
3 лесничество
лесни́||чествос τό δασαρχεῖο[ν].
См. также в других словарях:
δασαρχείο — το 1. το γραφείο του δασάρχη. 2. η δασική περιφέρεια που διοικεί ο δασάρχης: Το δασαρχείο έδωσε εντολές για τη δεντροφύτευση της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασαρχείο — το 1. τοπική αρχή στην οποία έχει ανατεθεί από το κράτος η φύλαξη και διαχείριση τών δημόσιων δασών καθώς και η εποπτεία όσων δεν ανήκουν στο δημόσιο 2. το γραφείο τής υπηρεσίας αυτής 3. η διοικητική περιφέρεια τού δασαρχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
δασονομείο — το 1. τοπική δασική αρχή η οποία υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο και διοικείται από δασονόμο 2. τα γραφεία τής υπηρεσίας τού δασονομείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek