-
1 δαπανώ
[далано] ρ. расходовать, тратить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δαπανώ
-
2 затратить
затратить, затрачивать 1) (средства и т.п.) ξοδεύω, δαπανώ 2) (усилия и т. п.) κοπιάζω καταναλώνω (пот реблять)* * *= затрачивать1) (средства и т. п.) ξοδεύω, δαπανώ2) (усилия и т. п.) κοπιάζω; καταναλώνω ( потреблять) -
3 израсходовать
-
4 потреблять
-
5 расходовать
расходовать 1) ξοδεύω, δαπανώ 2) (потреблять) καταναλώνω* * *1) ξοδεύω, δαπανώ2) ( потреблять) καταναλώνω -
6 тратить
-
7 расходовать
расходова||тьнесов (ἐ)ξοδεύω, δαπανώ / καταναλίσκω (тратить):\расходоватьть денын ξοδεύω λεφτά, δαπανώ χρήματα. -
8 затратить
1. (средства) ξοδεύω, δαπανώ 2. (усилия) καταναλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затратить
-
9 перерасходовать
1. (расходовать больше, чем положено при норме) υπερκα-ταναλώνω, καταναλώνω υπερβολικά 2. эк. υπερβαίνω (π.χ το κόστος, τον προϋπολογισμό κ.λπ.)δαπανώ/ξοδεύω υπερβολικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасходовать
-
10 потреблять
1. (использовать) χρησιμοποιώ, καταναλώνω 2. (расходовать) ξοδεύω, δαπανώ, «χαλάω».Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потреблять
-
11 расходовать
1. (потреблять) καταναλώνω 2 (тратить) ξοδεύω, δαπανώ, διασπαθίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расходовать
-
12 затратить
затратитьсов, затрачивать несдв. (έ)ξοδεύω (средства и т. п.)/ δαπανώ, καταναλώνω (усилия и т. п.). -
13 издержать
издержатьсов (ἐ)ξοδεύω, δαπανώ, καταναλίσκω. -
14 перерасходовать
перерасход||оватьсов и несов ξοδεύω, δαπανώ ὑπερβολικά. -
15 потреблять
потреблятьнесов ©ξοδεύω, δαπανώ, καταναλίσκω. -
16 проживать
проживатьнесов1. (где-л.) κατοικώ, διαμένω·2. (деньги и т. п.) δαπανώ, (ἐ)ξοδεύω/ τρώγω (проедать)· \проживаться разг τρώγω τά λεφτά μου. -
17 тратить
трат||итьнесов (ἐ)ξοδεύω, δαπανώ (деньги)/ χάνω (время)/ σπαταλώ, καταναλίσκω (здоровье, силы):\тратитьить время χάνω καιρό, χρονοτριβώ, χασομερά. -
18 издержать
[ιζντιρζάτ'] ρ. δαπανώ -
19 издержать
[ιζντιρζάτ'] ρ δαπανώ -
20 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).
См. также в других словарях:
δαπανώ — (AM δαπανῶ, άω) [δαπάνη] 1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη 2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτι («δαπανώ τον καιρό μου») αρχ. μσν. 1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῡν με», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα») αρχ. αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα … Dictionary of Greek
δαπανώ — δαπανάω / δαπανώ (παρατατ. συνήθως ούσα), δαπάνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δαπανώ — ησα, ήθηκα, δαπανημένος, ξοδεύω κάτι χρήσιμο και κυρίως χρήματα: Δαπάνησα πολλά φέτος για τη συντήρηση του σπιτιού μου. – Μη δαπανάς άσκοπα το χρόνο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαπανῶ — δαπανάω spend pres imperat mp 2nd sg δαπανάω spend pres subj act 1st sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres ind act 1st sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) δαπανάω spend pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνῳ — δάπανος masc/fem/neut dat sg δαπανηρός lavish masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
κακοσχολώ — κακοσχολῶ, έω (Α) [κακόσχολος] 1. (για παιδιά) δαπανώ κακώς την ώρα τής σχόλης, ξοδεύω σε σκάνδαλα, πανουργίες και διαβολιές τον καιρό μου 2. δαπανώ τον καιρό μου για ηδονή … Dictionary of Greek
κατατρίβω — (Α κατατρίβω) (επιτ. τ. τού τρίβω) 1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ 2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ 3. μέσ. κατατρίβομαι δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις… … Dictionary of Greek
προαναισιμώ — όω, Α δαπανώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναισιμῶ «δαπανώ, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek
προεξοδιάζω — Α ξοδεύω, δαπανώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοδιάζω (Ι) «ξοδεύω, δαπανώ»] … Dictionary of Greek
συνδαπανώ — άω, Α [δαπανῶ] δαπανώ, ξοδεύω κάτι μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek