-
1 δαιμονισμένος
[дэмонизмэнос] яг. беснующийся, одержимый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δαιμονισμένος
-
2 оглашенный
оглашенныйприл:как \оглашенный разг σάν δαιμονισμένος. -
3 одержимый
одержимый1. прил (чем-л.) κατεχόμενος (ἀπό):\одержимый стра́хом περίτρομος, ἐντρομος, καταφοβισμένος· \одержимый страстью κ чему-л. παθιασμένος γιά κάτι...· \одержимый навязчивой идеей ὁ κατεχόμενος ἀπό ἔμ-μονη ίδέα·2. м ὁ δαιμονισμένος, ὁ μανιακός. -
4 ошалелый
ошале||лыйприл разг παλαβός, δαιμονισμένος. -
5 бесноватый
επ.παλ. δαιμονισμένος• ψυχοπαθής, ανώμαλος. -
6 бесовский
επ.διαβολεμένος, δαιμονισμένος, καταραμένος•-ое наваждение καταραμένο φάντασμα.
-
7 одержимый
επ., βρ: -жим, -а, -оκατεχόμενος, κυριευμένος, κατειλημμένος•одержимый страстью κυριευμένος από πάθος•
одержимый страхом έμφοβος•
одержимый бесом δαιμονισμένος.
|| αρρωστημένος, που προσβλήθηκε από ασθένεια. || θεριακλής. || με σημ. ουσ. μανιακός, παράφρονας. -
8 чертовский
επ.1. διαβολικός, του διαβόλου•-ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•
-замысел διαβολική επινόηση•
-ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•
-вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.
2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•-ая боль διαβολεμένος πόνος•
чертовский холод διαβολεμένο κρύο.
|| δύσκολος, βαρύς•-ая работа βαριά δουλειά•
чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.
См. также в других словарях:
δαιμονισμένος — η, ο βλ. δαιμονίζω … Dictionary of Greek
αδαιμόνιστος — η, ο [δαιμονίζω] αυτός που δεν προσβλήθηκε από διαμόνια, ο μη δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
αεροχτυπιέμαι — και αγεροχτυπιέμαι 1. χτυπιέμαι απ’ τον άνεμο, ανεμοδέρνομαι 2. χτυπιέμαι από αερικό, προσβάλλομαι από δαιμόνια 3. (μτχ.) αεροχτυπημένος και αγεροχτυπημένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από αερικά, από δαιμόνια, ο δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 … Dictionary of Greek
δαιμονίτης — ο [δαίμων] ο δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
δαιμονιάρης — α,. ικο (Μ δαιμονιάριος και δαιμονιάρης, θηλ. δαιμονιαρέα και δαιμονιαριά) 1. δαιμονισμένος, παράφορος 2. επιληπτικός … Dictionary of Greek
δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] … Dictionary of Greek
δαιμονιώ — δαιμονιῶ ( άω) (Α) [δαίμων] 1. δαιμονώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονιῶν (ἡ δαιμονιῶσα) ο δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
δαιμονοπαρμένος — η, ο 1. όποιος βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, ο δαιμονισμένος 2. ο υπνοβάτης … Dictionary of Greek
δαιμονώ — δαιμονῶ ( άω) (AM) [δαίμων] 1. έχω καταληφθεί από δαίμονα 2. είμαι τρελός μσν. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶν ο δαιμονισμένος αρχ. υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῑς») … Dictionary of Greek
δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα … Dictionary of Greek