Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίχτυ

  • 1 filet

    δίχτυ

    Dictionnaire Français-Grec > filet

  • 2 síť

    δίχτυ

    Česká-řecký slovník > síť

  • 3 síťka

    δίχτυ

    Česká-řecký slovník > síťka

  • 4 net

    δίχτυ

    English-Greek new dictionary > net

  • 5 siatka

    δίχτυ

    Słownik polsko-grecki > siatka

  • 6 sieć

    δίχτυ

    Słownik polsko-grecki > sieć

  • 7 tor

    δίχτυ, άγουρος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tor

  • 8 сеть

    -и, προθτ. о сети, в сети, γεν. πλθ. сетей θ.
    1. δίχτυ, δίκτυ•

    вязать (плести) πλέκω δίχτυ•

    ловить рыбу -ями πιάνω ψάρια με τα δίχτυα•

    ловить птицы -ью πιάνω πουλιά με το δίχτυ.

    2. μτφ. παγίδα•

    попасть в чьи -и πέφτω στα δίχτυα κάποιου.

    || κάθε τι διχτυωτό•

    сеть паутины ο ιστός της αράχνης•

    железных дорог το σιδηροδρομικό δίχτυ•

    телефонная сеть το τηλεφωνικό δίχτυ•

    оросительная сеть αρδευτικό δίχτυ•

    агентурная сеть το δίχτυ των πρακτόρων.

    εκφρ.
    поймать в свой -и – (για αγάπη) πιάνω στα δίχτυα μου•
    раставлять -ж – στήνω παγίδες.

    Большой русско-греческий словарь > сеть

  • 9 сетка

    сетка ж το δίχτυ; волейбольная \сетка το δίχτυ για το βόλεϊμπολ
    * * *
    ж
    το δίχτυ

    волейбо́льная се́тка — το δίχτυ για το βόλεϊμπολ

    Русско-греческий словарь > сетка

  • 10 сетка

    сетка
    ж \. в разн. знач. τό δίχτυ, τό δίκτυον/ τό πλεμάτι (разг):
    проволочная \сетка τό συρμάτινο δίχτυ· \сетка от насекомых, москитная \сетка ἡ κουνουπιέρα· волейбольная \сетка τό δίχτυ τοῦ βόλλευ-μπώλ· \сетка для волос δίχτυ τῶν μαλλιών
    2. (тарифная и т. л.) ἡ κλίμαξ, τό τιμολόγιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > сетка

  • 11 сеть

    сет||ь
    ж в рази. знач. τό δίχτυ, τό δίκτυον:
    рыболовная \сеть τό δίχτυ γιά ψάρεμα, τά δίχτυα τοῦ ψαρᾶ· \сеть для ло́вли птиц τό κυνηγετικό δίχτυ· железнодорожная \сеть τό δίχτυ τῶν σιδηροδρομικών γραμμῶν телефонная \сеть τό τηλεφωνικό δίκτυο· торговая \сеть τό δίκτυον ἐμπορικών καταστημάτων \сеть партийного просвещения τό σύστημα τής κομματικής μόρφωσης· расставить \сетьи прям., перен ἀπλώνω τά δίχτυα, στήνϊο παγίδες· попасть в \сетьи прям., перен πέφτω στά δίχτυα, πέφτω στήν παγίδα

    Русско-новогреческий словарь > сеть

  • 12 сетка

    θ.
    1. δίχτυ σύλληψης.
    2. πλέγμα, πλεμάτι.
    3. (διάφορα είδη διχτύων)•

    волейбольная сетка το δίχτυ του βολεϊμπόλ•

    сетка для волос το δίχτυ των μαλλιών•

    пружинная сетка кровати η σούστα του κρεβατιού.

    4. πουκάμισο από αραιοπλεγμένο ύφασμα.
    5. δίχτυ (ψωνιών).
    6. χαρτί διχτυωτά ριγωμένο.
    7. διχτυωτό παραστατικό σχήμα.
    8. προστόμαχος• πρόλοβος.

    Большой русско-греческий словарь > сетка

  • 13 натягивать

    натягивать, натянуть τεντώνω· \натягивать сетку спорт, βάζω το δίχτυ
    * * *
    = натянуть

    натя́гивать се́тку — спорт, βάζω το δίχτυ

    Русско-греческий словарь > натягивать

  • 14 сеть

    сеть ж το δίχτυ; рыболовная \сеть τα δίχτυα για το ψάρεμα
    * * *
    ж
    το δίχτυ

    рыболо́вная сеть — τα δίχτυα για το ψάρεμα

    Русско-греческий словарь > сеть

  • 15 рыболовный

    рыболов||ный
    прил ἀλιευτικός:
    \рыболовныйная сеть τό δίχτυ τοῦ ψαρἄ, τό ἀλιευτικό δίχτυ· \рыболовный ные принадлежности (снасти) τά σύνεργα ψαρικής, τά ἀλιευτικά είδη· \рыболовный крючок τό ἀγκίστρι, τό ἄγκιστρον.

    Русско-новогреческий словарь > рыболовный

  • 16 mesh

    [meʃ] 1. noun
    1) ((one of) the openings between the threads of a net: a net of (a) very fine (= small) mesh.) θηλειά σε δίχτυ
    2) ((often in plural) a network: A fly was struggling in the meshes of the spider's web.) πλέγμα,δίχτυ
    2. verb
    ((of teeth on eg gear wheels) to become engaged with each other: The teeth on these two cogwheels mesh when they go round.) μπλέκομαι

    English-Greek dictionary > mesh

  • 17 net

    I 1. [net] noun
    ((any of various devices for catching creatures, eg fish, or for any of a number of other purposes, consisting of) a loose open material made of knotted string, thread, wire etc: a fishing-net; a hair-net; a tennis-net; ( also adjective) a net curtain.) δίχτυ
    2. verb
    (to catch in a net: They netted several tons of fish.) πιάνω με δίχτυ/στα δίχτυα
    - netball
    - network

    English-Greek dictionary > net

  • 18 радиофицировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. αναπτύσσω ή επεκτείνω ραδιοφωνικό δίχτυ.
    καλύπτομαι από ραδιοφωνικό δίχτυ.

    Большой русско-греческий словарь > радиофицировать

  • 19 сетевой

    επ.
    του διχτιού•

    -ое плетение το πλέξιμο του διχτιού.

    || δικτυωτός•

    -ые орудия τα δικτυωτά μέσα σύλληψης.

    || με δίχτυ•

    сетевой лов πιάσιμο με δίχτυ (ψαριών, πουλιών, ζώων).

    || του ηλεκτρικού δικτύου•

    сетевой рубильник μαχαι-ρωτός διακόπτης ηλεκτρικού δικτύου.

    Большой русско-греческий словарь > сетевой

  • 20 сетной

    κ. сетный
    επ.
    του διχτιού• με δίχτυ•

    -ое производство παραγωγή διχτύων•

    лов πιάσιμο με δίχτυ.

    Большой русско-греческий словарь > сетной

См. также в других словарях:

  • δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… …   Dictionary of Greek

  • δίχτυ — το 1. πλέγμα από λεπτό σχοινί ή σύρμα: Ψαράδικο δίχτυ. – Δίχτυ του τένις. 2. μτφ., πλεκτάνη, παγίδα: Πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ …   Dictionary of Greek

  • αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»