-
1 filet
δίχτυ -
2 síť
δίχτυ -
3 síťka
δίχτυ -
4 net
δίχτυ -
5 siatka
δίχτυ -
6 sieć
δίχτυ -
7 tor
δίχτυ, άγουρος -
8 сеть
-и, προθτ. о сети, в сети, γεν. πλθ. сетей θ.1. δίχτυ, δίκτυ•вязать (плести) πλέκω δίχτυ•
ловить рыбу -ями πιάνω ψάρια με τα δίχτυα•
ловить птицы -ью πιάνω πουλιά με το δίχτυ.
2. μτφ. παγίδα•попасть в чьи -и πέφτω στα δίχτυα κάποιου.
|| κάθε τι διχτυωτό•сеть паутины ο ιστός της αράχνης•
железных дорог το σιδηροδρομικό δίχτυ•
телефонная сеть το τηλεφωνικό δίχτυ•
оросительная сеть αρδευτικό δίχτυ•
агентурная сеть το δίχτυ των πρακτόρων.
εκφρ.поймать в свой -и – (για αγάπη) πιάνω στα δίχτυα μου•раставлять -ж – στήνω παγίδες. -
9 сетка
сетка ж το δίχτυ; волейбольная \сетка το δίχτυ για το βόλεϊμπολ* * *жτο δίχτυволейбо́льная се́тка — το δίχτυ για το βόλεϊμπολ
-
10 сетка
сеткаж \. в разн. знач. τό δίχτυ, τό δίκτυον/ τό πλεμάτι (разг):проволочная \сетка τό συρμάτινο δίχτυ· \сетка от насекомых, москитная \сетка ἡ κουνουπιέρα· волейбольная \сетка τό δίχτυ τοῦ βόλλευ-μπώλ· \сетка для волос δίχτυ τῶν μαλλιών2. (тарифная и т. л.) ἡ κλίμαξ, τό τιμολόγιο[ν]. -
11 сеть
сет||ьж в рази. знач. τό δίχτυ, τό δίκτυον:рыболовная \сеть τό δίχτυ γιά ψάρεμα, τά δίχτυα τοῦ ψαρᾶ· \сеть для ло́вли птиц τό κυνηγετικό δίχτυ· железнодорожная \сеть τό δίχτυ τῶν σιδηροδρομικών γραμμῶν телефонная \сеть τό τηλεφωνικό δίκτυο· торговая \сеть τό δίκτυον ἐμπορικών καταστημάτων \сеть партийного просвещения τό σύστημα τής κομματικής μόρφωσης· расставить \сетьи прям., перен ἀπλώνω τά δίχτυα, στήνϊο παγίδες· попасть в \сетьи прям., перен πέφτω στά δίχτυα, πέφτω στήν παγίδα -
12 сетка
-и θ.1. δίχτυ σύλληψης.2. πλέγμα, πλεμάτι.3. (διάφορα είδη διχτύων)•волейбольная сетка το δίχτυ του βολεϊμπόλ•
сетка для волос το δίχτυ των μαλλιών•
пружинная сетка кровати η σούστα του κρεβατιού.
4. πουκάμισο από αραιοπλεγμένο ύφασμα.5. δίχτυ (ψωνιών).6. χαρτί διχτυωτά ριγωμένο.7. διχτυωτό παραστατικό σχήμα.8. προστόμαχος• πρόλοβος. -
13 натягивать
натягивать, натянуть τεντώνω· \натягивать сетку спорт, βάζω το δίχτυ* * *= натянутьнатя́гивать се́тку — спорт, βάζω το δίχτυ
-
14 сеть
сеть ж το δίχτυ; рыболовная \сеть τα δίχτυα για το ψάρεμα* * *жτο δίχτυрыболо́вная сеть — τα δίχτυα για το ψάρεμα
-
15 рыболовный
рыболов||ныйприл ἀλιευτικός:\рыболовныйная сеть τό δίχτυ τοῦ ψαρἄ, τό ἀλιευτικό δίχτυ· \рыболовный ные принадлежности (снасти) τά σύνεργα ψαρικής, τά ἀλιευτικά είδη· \рыболовный крючок τό ἀγκίστρι, τό ἄγκιστρον. -
16 mesh
[meʃ] 1. noun1) ((one of) the openings between the threads of a net: a net of (a) very fine (= small) mesh.) θηλειά σε δίχτυ2) ((often in plural) a network: A fly was struggling in the meshes of the spider's web.) πλέγμα,δίχτυ2. verb((of teeth on eg gear wheels) to become engaged with each other: The teeth on these two cogwheels mesh when they go round.) μπλέκομαι -
17 net
I 1. [net] noun((any of various devices for catching creatures, eg fish, or for any of a number of other purposes, consisting of) a loose open material made of knotted string, thread, wire etc: a fishing-net; a hair-net; a tennis-net; ( also adjective) a net curtain.) δίχτυ2. verb(to catch in a net: They netted several tons of fish.) πιάνω με δίχτυ/στα δίχτυα- netting- netball
- network -
18 радиофицировать
-руга, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. αναπτύσσω ή επεκτείνω ραδιοφωνικό δίχτυ.καλύπτομαι από ραδιοφωνικό δίχτυ. -
19 сетевой
επ.του διχτιού•-ое плетение το πλέξιμο του διχτιού.
|| δικτυωτός•-ые орудия τα δικτυωτά μέσα σύλληψης.
|| με δίχτυ•сетевой лов πιάσιμο με δίχτυ (ψαριών, πουλιών, ζώων).
|| του ηλεκτρικού δικτύου•сетевой рубильник μαχαι-ρωτός διακόπτης ηλεκτρικού δικτύου.
-
20 сетной
κ. сетныйεπ.του διχτιού• με δίχτυ•-ое производство παραγωγή διχτύων•
лов πιάσιμο με δίχτυ.
См. также в других словарях:
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
δίχτυ — το 1. πλέγμα από λεπτό σχοινί ή σύρμα: Ψαράδικο δίχτυ. – Δίχτυ του τένις. 2. μτφ., πλεκτάνη, παγίδα: Πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… … Dictionary of Greek
αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ … Dictionary of Greek
αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… … Dictionary of Greek