-
1 δίσεκτος
[дисэктос] εκ. високосный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίσεκτος
-
2 високосный
високосныйприл δίσεκτος:\високосный год τό δίσεκτο ἔτος. -
3 високосный
επ.στην εκφρ. високосный год δίσεκτος χρόνος. -
4 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.
См. также в других словарях:
δίσεκτος — δίσεκτος, η, ο και δίσεχτος, η, ο 1. χρόνος με 366 μέρες. 2. χρόνος που φέρνει δυστυχία: Στους δίσεχτους χρόνους δε γίνονται γάμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίσεκτος — και δίσεχτος, η, ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, ον) 1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες τού Μαρτίου 2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + έκτος] … Dictionary of Greek
βίσεκτος — και βίσεξτος, ον (AM) ο δίσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek