-
1 δίοδος
[диодос] ουσ. Θ. проезд, проход.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίοδος
-
2 проход
проходм1. (действие) τό πέρασμα, ἡ δίοδος, ἡ διάβαση [-ις):\проход воспрещен! ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:узкий \проход ἡ στενή δίοδος· го́рный \проход ἡ κλεισούρα, ἡ κλεισω-ρεια· ◊ он мне \проходу не дает μοῦ ἐγινε κολλητσίδα· задний \проход анат. ὁ πρωκτός, ἡ ἔδρα -
3 проезд
-
4 проход
-
5 аркада
арх. η τοξοστοιχία, η σκεπαστή δίοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аркада
-
6 байпас
ο παρακαμπτήριος/βοηθητικός αγωγόςη βοηθητική δίοδος, разг. το μπαϊπάς (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > байпас
-
7 варикап
η (ημιαγωγός) δίοδος της μεταβλητής χωρητικότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > варикап
-
8 диод
η διοδική λυχνία, η δίοδοςминиатюрный - μικρή -, μικροσκοπική -светоизлучающий - см. светодиодРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диод
-
9 пассаж
1. (крытая галерея с торговыми помещениями) η στοά με εμπορικά καταστήματα, η εμπορική στοά, η σκεπαστή δίοδος με καταστήματα 2. муз. το πασάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пассаж
-
10 питатель
1. (устройство для подачи материалов или грузов) о τροφοδότης, о μηχανισμός τροφοδότησηςтранспортёрный - см. ленточный -2. (лит.) о αγωγός ροής, η δίοδος ροής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > питатель
-
11 проезд
1. (путь) η δίοδος, το πέρασμα, η διάβαση 2. (использование транспортных средств) η κυκλοφορία, η μεταφορά, η διακίνηση, η μετακίνησηбесплатный - χωρίς πληρωμή, ελεύθερη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проезд
-
12 проток
1. (искусственный) η διώρυγα 2. (естественный) о δίαυλος, ο πορθμός, το κανάλι 3. анат. о πόρος, ο αγωγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проток
-
13 светодиод
(светоизлучающий диод) η φωτοβολούσα δίοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светодиод
-
14 фарватер
мор. о δίαυλοςη δίοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фарватер
-
15 дорога
дорог||аж1. ὁ δρόμος:проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη. -
16 переход
переходм1. (действие) прям., трен. τό πέρασμα:\переход через реку ὁ διάπλους ποταμοῦ· \переход количества в качество τό πέρασμα τής ποσότητας σέ ποιότητα·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:крытый \переход ἡ στοά·3. воен. ἡ πορεία:дневной \переход ἡ πορεία μιᾶς ήμέρας. -
17 проезд
проездм1. (действие) ἡ διαδρομή, ἡ διάβαση [-ις] (μέ μεταφορικό μέσο):бесплатный \проезд ἡ δωρεάν διαδρομή· деньги на \проезд τά ναῦλα· разрешение на \проезд ἡ ἄδεια διελεύσεως·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα· \проезд закрыт ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση. -
18 тесный
тесн||ыйприл1. στενός, στενόχωρος:\тесныйый проход τό στενό πέρασμα, ἡ στενή δίοδος· \тесныйая квартира τό στενόχωρο διαμέρισμα· \тесныйый пиджак τό στενό σακκάκν2. перен ἐπιστήθιος, στενός:\тесныйая дру́жба ἡ στενή φιλία· в \тесныйом кругу́ друзей σέ στενό κύκλο φίλων. -
19 вдевание
-я ουδ.το πέρασμα, η δίοδος. -
20 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίοδος — way through fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
δίοδος — η 1. πέρασμα, διαφυγή: Επιτρέπεται μόνο η δίοδος πεζών. 2. μονοπάτι: Υπάρχει μόνο μία δίοδος για την παραλία, ανάμεσα στα βράχια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζένερ, δίοδος — Κρυσταλλική δίοδος πυριτίου που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση τάσης. Στη δ.Ζ. η χαρακτηριστική καμπύλη προς το μέρος του ανάστροφου ρεύματος παρουσιάζει κατακόρυφο τμήμα, που σημαίνει ότι, αν διαβιβαστεί ρεύμα αντίθετα από την αγώγιμη φορά … Dictionary of Greek
Μαγγελάνου, πορθμός του- — Δίοδος (μήκος 583 χλμ., πλάτος 20 30 χλμ.) που συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό, στη νότια άκρη της Νότιας Αμερικής, μεταξύ της Παταγονίας και των νησιών της Γης του Πυρός. Τον ανακάλυψε το 1520 ο Μαγγελάνος (βλ. λ. Μαγγελάνος,… … Dictionary of Greek
διόδοις — δίοδος way through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδοισι — δίοδος way through fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδου — δίοδος way through fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδους — δίοδος way through fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδων — δίοδος way through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδῳ — δίοδος way through fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)