-
1 δίκτυο
[диктио] ουσ. о. сеть, невод.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίκτυο
-
2 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
3 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
4 сетка
I. тех. το πλέγμα, το δίκτυο, η εσχάραпламегасительная - απο-μόνωσης/κατάσβεσης της φλόγαςII. астр. о αστερισμός Δίκτυο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сетка
-
5 трубопровод
ο (σωλην)αγωγόςη σωλήνωση, η γραμμή σωληνώσεωντο δίκτυο σωληνώσεωνбалластный мор. - έρματοςкабельный - καλωδίων, конденсаторный - συμπυκνώματοςприёмно-от-ливной мор. - αναρρόφησης-εξαγωγήςприёмный - забортной воды мор. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερού της θάλασσαςсточный - ο οχετός, ο υπόνομοςшпигатный - мор. τοδίκτυο των μπουνιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трубопровод
-
6 бензосистема
το δίκτυο/οι σωληνώσεις της βενζίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензосистема
-
7 бортсеть
το ηλεκτρικό δίκτυο του αεροσκάφους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бортсеть
-
8 гидросистема
το υδραυλικ/ό σύστημα ή δίκτυοпрокачать - у (для удаления воздуха) εξαερώνω/αφαιρώ αέρα από το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидросистема
-
9 дренаж
1. (действие) η αποστράγγιση, η αποξήρανση 2. (система) η αποστράγγιση 3. мед. η δραίνωσηη εξαγωγή του πύου ή άλλου υγρού με σωληνάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дренаж
-
10 канализация
1. (сточных вод) το δίκτυο των υπονόμων (της αποχέτευσης) 2. (кабельная) η καλωδίωσηбестраншейная - χωρίς/δίχως αύλακεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канализация
-
11 климцентраль
η κεντρική μονάδα του κλιματισμούτο δίκτυο κλιματισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > климцентраль
-
12 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
13 маслосистема
το δίκτυο ελαίου/λαδιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслосистема
-
14 напуск
1. маш. η επικάλυψη 2. (затопление) η πλημμύραη κατάκλυση3. (воздуха, газа) η είσοδος του αέρα ή αερίου (σε δίκτυο κενού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напуск
-
15 отстой
το κατακάθι, το ίζημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отстой
-
16 паропровод
η γραμμή/το δίκτυο ατμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паропровод
-
17 пенопровод
το δίκτυο του αφρού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пенопровод
-
18 питание
1. (подача горючего, сырья) η τροφοδότηση, η παροχή 2. эл. η παροχή ρεύματοςвключать - συνδέω την -, - от сети - από το δίκτυοбатарейное - από τους συσσωρευτές/το συσσωρευτή3. (снабжение) η παροχή, η τροφοδότηση 4. (пища) η διατροφή, η τροφή общественное - η μαζική εστίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > питание
-
19 подвод
η παροχή. - воздуха - του αέραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подвод
-
20 радиоприёмник
το ραδιόφωνο, ο δέκτης του ασυρμάτου, ο ραδιοδέκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоприёмник
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίκτυο — το 1. σύμπλεγμα από νήματα ή σύρματα, χρήσιμο στο κυνήγι ή στο ψάρεμα, το δίχτυ. 2. σύμπλεγμα δρόμων ή σιδηροδρομικών γραμμών που διασταυρώνονται: Οδικό δίκτυο. 3. μτφ., σύνολο ή ομάδα προσώπων οργανωμένων και με κοινά συμφέροντα: Δίκτυο πωλητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκτυο — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αόρατος στα πλάτη μας. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Δοράδας, του Ωρολογίου, του Ύδρου και του Ιπτάμενου Ιχθύος. Ονομάστηκε έτσι το 1763 από τον Λακάγ, προς τιμήν του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, δίκτυο — Βλ. λ. τηλεπικοινωνίες … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek