-
1 δήλωση
[дилоси] ουσ. Θ. заявление, объявление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δήλωση
-
2 декларация
декларация ж 1) η διακή ρυξη 2): таможенная \декларация η τελωνιακή δήλωση* * *ж1) η διακήρυξη2)тамо́женная деклара́ция — η τελωνιακή δήλωση
-
3 заявление
заявление с 1) η δήλωση сделать \заявление δηλώνω 2) (ходатайство) η αίτηση, η αναφορά написать \заявление κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση* * *с1) η δήλωσηсде́лать заявле́ние — δηλώνω
2) ( ходатайство) η αίτηση, η αναφοράнаписа́ть заявле́ние — κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση
-
4 декларация
1. (официальное заявление) η διακήρυξη 2. (документ) η (επίσημη) δήλωσηтаможенная - τελωνειακή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декларация
-
5 заявление
1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/ηбланк - я δελτίο/έντυπο - ης2. (объявление) η δήλωση- морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς3. см. заявка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление
-
6 объявление
1. (действие) η δήλωση, η ανακοίνωση, η κοινοποίηση, (напр. войны) η κήρυξη 2. (в газете) η αγγελία, η ανακοίνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объявление
-
7 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
8 таможня
το τελωνεί/οразрешение - и на ввоз{}вывоз{} товара άδεια του - ου για εισαγωγή/εξαγωγή εμπορευμάτωνразрешение - и на выдачу груза со склада άδεια του - ου για παραλαβή φορτίου από την αποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таможня
-
9 декларация
деклар||а́цияж в разн. знач. ἡ δήλωση [-ις], ἡ διακήρυξη [-ις]. -
10 заивленне
заив||леннес ἡ δήλωση [-ις] / ἡ ἀϊτηση[-ις] (ходатайство):делать \заивленне προβαίνω σέ δηλώσεις· подавать \заивленне ὑποβάλλω αίτηση. -
11 заивлять
заив||ля́тьнесов1. δηλώνω:\заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:\заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή. -
12 официальный
официальныйприл в разн. знач. ἐπίσημος:\официальныйое лицо́ τό ἐπίσημο πρόσωπο· \официальныйое заявление ἡ ἐπίσημη δήλωση· \официальныйые данные τά ἐπίσημα στοιχεία· \официальный тон τό ἐπίσημο ὑφος. -
13 словесный
словесн||ыйприл προφορικός, ρητός, ἄγραφος:\словесныйое заявление ἡ προφορική δήλωση. -
14 совместный
совместн||ыйприл ἀπό κοινοῦ, κοινός, συνδυασμένος:\совместныйые действия οἱ συνδυασμένες ἐνέργειες· \совместныйое заявление ἡ κοινή δήλωση· \совместныйое обучение ἡ μικτή ἐκπαίδευση· \совместныйое заседание ἡ κοινή συνεδρίαση. -
15 заявление
[ζαγιαβλιένιιε] ουσ. ο. δήλωση -
16 объявление
[αμπ'γιαβλιένιιε] ουσ. ο. δήλωση, ανακοίνωση, αγγελία -
17 заявление
[ζαγιαβλιένιιε] ουσ ο δήλωση -
18 объявление
[αμπ'γιαβλιένιιε] ουσ ο δήλωση, ανακοίνωση, αγγελία -
19 выступление
-я ουδ.1. ξεκίνημα, εκκίνηση, αναχώρηση•приказ о -ии διαταγή εκκίνησης.
2. εμφάνιση στη σκηνή• η εκτέλεση από τη σκηνή. || ενέργεια. || δήλωση.3. εκφώνηση λόγου, αγόρευση, ομιλία, λόγος, δημηγορία. || πάλη, αγώνας. -
20 декларация
-и θ.διακήρυξη, δήλωση επίσημη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… … Dictionary of Greek
δήλωση — η 1. γνωστοποίηση, φανέρωση: Όλοι συγκινηθήκαμε από τη δήλωσή του ότι θέλει να την παντρευτεί. 2. δημόσια ανακοίνωση, επίσημη λεκτική αναφορά: Το βράδυ θα γίνουν πρωθυπουργικές δηλώσεις για θέματα εθνικής άμυνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλώση — δήλωσις pointing out fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλώσῃ — δηλώσηι , δήλωσις pointing out fem dat sg (epic) δηλόω make visible aor subj mid 2nd sg δηλόω make visible aor subj act 3rd sg δηλόω make visible fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek