Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δήθεν

  • 1 δήθεν

    [дитэн] επίρ. якобы, будто бы.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δήθεν

  • 2 якобы

    1. ότι δήθεν, τάχα(τες)•

    говорят, якобы, он уехал λένε, ότι δήθεν, αυτός έφυγε.

    2. μόριο δήθεν•

    я прочитал эту якобы интересную книгу διάβασα αυτό το δήθεν ενδιαφέρον βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > якобы

  • 3 будто

    будто δήθεν, τάχα, τάχατε(ς)
    * * *
    δήθεν, τάχα, τάχατε(ς)

    Русско-греческий словарь > будто

  • 4 квази

    πρώτο συνθετικό: κατ όνομα, δήθεν, φαινομενικά, ψευτο...• квазинаучный δήθεν επιστημονικός•

    квазиреволюционный ψευτοεπαναστατικός.

    Большой русско-греческий словарь > квази

  • 5 мнимый

    επ., βρ: мнима, -о.
    1. φανταστικός, φαινομενικός ανύπαρκτος• ο δήθεν•

    мнимый больной ο κατά φαντασίαν ασθενής•

    -ая причина η δήθεν αιτία•

    -ая опасность φανταστικός κίνδυνος.

    2. προσποιητός•

    -ое раскаяние προσποιητή μεταμέλεια.

    εκφρ.
    - ые числа – υπερβατοί αριθμοί.

    Большой русско-греческий словарь > мнимый

  • 6 мол

    мол I
    м (дамба) ὁ μῶλος.
    мол II
    вводн. сл. разг δήθεν, τάχα-τες, τάχα:
    он, \мол, этого не знал αὐτός τάχα δεν τώξερε.

    Русско-новогреческий словарь > мол

  • 7 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 8 якобы

    якобы
    союз и частица δήθεν, τάχα [-τες]·. он приехал к нам \якобы для того́, чтобы работать ἡρθε σέ μᾶς τάχα γιά νά δουλέψει.

    Русско-новогреческий словарь > якобы

  • 9 мол

    [μόλ] εισσγ. λέζ. δήθεν, τάχα

    Русско-греческий новый словарь > мол

  • 10 якобы

    [γιάκαμπυ/] σύνό./μόρ. δήθεν, τάχα

    Русско-греческий новый словарь > якобы

  • 11 мол

    [μόλ] εισσγ. λέζ. δήθεν, τάχα

    Русско-эллинский словарь > мол

  • 12 κομπάζω

    [γιάκαμπυ] σύνό./μόρ δήθεν, τάχα

    Русско-эллинский словарь > κομπάζω

  • 13 якобы

    [γιάκαμπυ] σύνό./μόρ δήθεν, τάχα

    Русско-эллинский словарь > якобы

  • 14 кавычки

    -чек πλθ. (ενκ. -а -и θ.) εισαγωγικά•

    открыть, закрыть кавычки ανοίγω, κλείνω τα εισαγωγικά•

    в -ах α) σε εισαγωγικά. β) δήθεν, έτσι αποκαλούμενος.

    Большой русско-греческий словарь > кавычки

  • 15 липовый

    επ.
    φιλύρινος, φλαμουρίσιος.
    εκφρ.
    липовый цвет – ξηραμένα άνθη φλαμουριάς (ως φάρμακο).
    επ. (απλ.)
    1. κίβδηλος, κάλπικος, πλαστός, ψεύτικος.
    2. καλούμενος, λεγόμενος, κατ όνομα, δήθεν•

    липовый писатель κατ όνομα συγγραφέας.

    Большой русско-греческий словарь > липовый

  • 16 называть(ся)

    ρ.δ.
    βλ. назвать 1.
    εκφρ.
    называть(ся) вещи своими (собственными, настоящими) именами – ομιλώ απερίφραστα λέγω σταράτα•
    так называемый – ο λεγόμενος, ο επιλεγόμενος, ο καλούμενος, ο κατ όνομα, ο δήθεν.
    βλ. назваться.
    εκφρ.
    что -ется – όπως λέγεται, όπως λένε, όπως συνηθίζεται να λέγεται.
    ρ.δ.
    βλ. назвать(ся) 2.

    Большой русско-греческий словарь > называть(ся)

  • 17 разрыв

    α.
    1. διακοπή, κόψιμο•

    разрыв дипломатических отношений διακοπή διπλωματικών σχέσεων.

    2. κοπή, κόψιμο. || ρήγμα, ρήξη• διάσπαση, σπάσιμο• ρήγμα•

    разрыв линии фронта σπάσιμο της γραμμής του μετώπου.

    3. έκρηξη, σκάσιμο.
    4. μτφ. διάσταση, αντίθεση.
    εκφρ.
    —трава – μαγικό χορτάρι που μπορεί (δήθεν) να ανοίξει οποιαδήποτε κλειδωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > разрыв

  • 18 сезам

    α.
    βλ. кунжут.
    α.:
    сезам откройся ή отворись! ανοίξατε πύλες! (ξόρκι με το οποίο δήθεν διεισδύεις στους κρυμμένους θησαυρούς, στα μυστικά).

    Большой русско-греческий словарь > сезам

  • 19 эликсир

    α.
    ελιξήριο.
    εκφρ.
    жизненный эликсир ή эликсир жизниπαλ. θαυματουργό δήθεν φάρμακο των αλχημιστών για παράταση της ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > эликсир

См. также в других словарях:

  • δήθεν — και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε) (ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο») νεοελλ. (με το άρθρο) ο δήθεν αυτός που παριστάνει ή… …   Dictionary of Greek

  • δήθεν — επίρρ. διστ., τάχα, τάχατες: Δε μου μιλάει, γιατί δήθεν θύμωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δῆθεν — δέομαι lack aor ind mp 3rd pl (epic) δῆθεν I suppose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Папазоглу, Никос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Папазоглу. Никос Папазоглу …   Википедия

  • Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλης, Μιχαήλ — Διοικητής της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας από Έλληνες γονείς. Όταν ο Δ. Υψηλάντης έδωσε εντολή στον Αλέξανδρο Κατακουζηνό να παραλάβει με άλλους αξιωματικούς το φρούριο της Μονεμβασιάς, τον συνόδευσε και ο Α. Ο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Andreas Papandreou — Infobox Prime Minister name =Andreas Georgiou Papandreou el. Ανδρέας Γεωργίου Παπανδρέου caption = order =3rd and 8th Prime Minister of the Third Hellenic Republic term start =October 21, 1981 term end =July 2, 1989 October 13, 1993ndash January… …   Wikipedia

  • Nikos Xydakis — Nikos Xydakis, in Greek Νίκος Ξυδάκης) (born on 17 March 1952) is a Greek composer,[1] pianist and singer. Born in Cairo, Egypt, he immigrated with his family to Greece in 1963. Much of his music has its root in theatrical music. Xydakis has… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»