Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

δέλτου

  • 1 Mouth

    subs.
    P. and V. στόμα, τό.
    Mouth of a river, cave, etc.: P. and V. στόμα, τό, στόμιον, τό, P. ἐκβολή, ἡ.
    A cave with two mouths: V. δίστομος πέτρα, ἡ, ἀμφιτρὴς αὔλιον, τό.
    Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ.
    Way in: P. and V. εἴσοδος, ἡ.
    Be in every one's mouth: V. διὰ στόμα εἶναι.
    By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. πὸ γλώσσης (Thuc. 7, 10).
    What is inside and written in the folds of the letter I will tell you by word of mouth: V. τἄνοντα κἀγγεγραμμένʼ ἐν δέλτου πτυχαῖς λόγῳ, φράσω σοι (Eur., I.T. 760).
    Take the words out of one's mouth, v.:Ar. and P. φαρπάζειν (absol.), P. ὑπολαμβνειν (absol.), V. ἁρπάζειν (acc.) (Eur., H.F. 535).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mouth

См. также в других словарях:

  • δέλτου — δέλτος fem gen sg δελτόω pres imperat act 2nd sg δελτόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθυρος — η, ο / πολύθυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»