-
1 δάφνινος
[дафнинос] εκ. лавровый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δάφνινος
-
2 лавровый
лавровый δάφνινος; \лавровый венок το δάφνινο στεφάνι· \лавровый лист το δαφνόφυλλο* * *лавро́вый вено́к — το δάφνινο στεφάνι
лавро́вый лист — το δαφνόφυλλο
-
3 лавровый
лавровыйприл δάφνινος, ἀπό δάφνες, ἐκ δάφνης:лавровое дерево ἡ δάφνη· лавровый венок στεφάνι ἀπό δάφνες, ὁ δαφνοστέφανος' лавровый лист τό δαφ-νόφυλλο[ν]. -
4 лавровый
[λαβρόβυ\] εκ. δάφνινος -
5 лавровый
[λαβρόβυ\] επ δάφνινος -
6 лавровый
επ.1. δάφνινος•лавровый запах δάφνινη μυρουδιά•
-ая роща δαφνώνας, όαφνότοπος. лавровый лист δαφνόφυλλο•
-ое дерево δαφνόδεντρο, η δάφνη•
-ое масло δαφνέλαιο, δαφνόλαδο.
2. ουσ. πλθ. -ые τα δαφνοειδή.εκφρ.лавровый венок – δαφνοστέφανο.
См. также в других словарях:
δάφνινος, -η, -ο — δάφνινος, η, ο, φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Στο ηρώο, σε κάθε εθνική γιορτή, γίνεται κατάθεση δάφνινου στεφανιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάφνινος — made of bay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης … Dictionary of Greek
δαφνίνων — δάφνινος made of bay fem gen pl δάφνινος made of bay masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινον — δάφνινος made of bay masc acc sg δάφνινος made of bay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνη — δάφνινος made of bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνην — δάφνινος made of bay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνης — δάφνινος made of bay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνοις — δάφνινος made of bay masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνου — δάφνινος made of bay masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνῃ — δάφνινος made of bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)