-
1 палец
пал||ецм τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ. -
2 палец
-льца α.δάχτυλο, δάκτυλος•большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•
средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•
безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•
в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•
пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•
считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•
тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•
показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.
εκφρ.палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•- льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•- ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•- ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•- ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•как по -ам(объяснить, рассказать – κ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω). -
3 дактиль
литер. о δάκτυλος (το μετρικό πόδι στην ποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дактиль
-
4 дюйм
(мера длины, равная 2,54 см. о (αγγλικός) δάκτυλος, η ίντσα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дюйм
-
5 безыменный
безым||енный, безым||янныйприл ἀνώνυμος; ◊ \безыменныйяиный палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος). -
6 безымянный
безым||енный, безым||янныйприл ἀνώνυμος; ◊ \безымянныйяиный палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος). -
7 дактиль
дактильм лит. ὁ δάκτυλος (μετρικός). -
8 дюйм
дюймм ἡ ΐντζα, ὁ ἀγγλικός δάκτυλος. -
9 перст
перстм уст. τό δάκτυλο[ν], ὁ δάκτυλος· ◊ один как \перст ὁλομόναχος. -
10 средний
средн||ий1. прил μεσαίος, μέσος:\среднийее у́хо стат. τό μέσον ούς·2. прил (взятый в среднем) μέσος:\среднийяя выработка ἡ μέση παραγωγή·3. прил (посредственный) разг μέτριος:\среднийие способности οἱ μέτριες ικανότητες·4. прил грам.:\средний род τό ούδέτερον γένος· \средний залог ἡ μέση φωνή ρήματος· ◊ \средний палец ὁ μεσαίος δάκτυλος· \среднийие века ὁ μεσαίων[ας]· \среднийее образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· \среднийяя школа τό σχολεῖον μέσης ἐκπαιδεύσεως· 5. -
11 дактиль
-я α.(φιλγ.) δάκτυλος. -
12 дюйм
-а α.δάκτυλος αγγλικός, ίντσα. -
13 трёхсложный
επ.τρισύλλαβος•-ое слово η τρισύλλαβη λέξη.
εκφρ.- ые стихотворные размеры – τρίμετρα στιχουργικά πόδια (δάκτυλος, αμφιβράχιος, ανάπαιστος). -
14 Dactyl
subs.Ar. and P. δάκτυλος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dactyl
-
15 Finger
subs.P. and V., δάκτυλος, ὁ.Reckon on one's fingers: Ar. λογίζεσθαι... ἀπὸ χειρός.He killed men who had never raised a finger against him and were not enemies: P. διέφθειρε οὔτε χεῖρας ἀνταιρομένους οὔτε πολεμίους (Thuc. 3, 32).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finger
-
16 Inch
subs.Use P. δάκτυλος, ὁ ( about three-quarters of an inch).For larger measure, use P. and V. πῆχυς, ὁ ( about eighteen inches) (Eur., Cycl.).Mark now whether you see me move a single inch: Ar. σκόπει νυν ἢν μʼ ὑποκινησαντʼ ἴδῃς (Ran. 644).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inch
-
17 Tip-toe
subs.P. and V. ἄκρος πούς, V. ἄκρος δάκτυλος, ὁ.On tiptoe: V. ἐπʼ ἄκρων (Soph., Aj. 1230), ἄκροισι δακτύλοισι (Eur., I. T. 266).Tread on tap-toe: P. ἄκρῳ ποδὶ ἐπιβαίνειν (Plat., Lach. 183B).Standing on tip-toe: V. ὄνυχας ἐπʼ ἄκρους στάς (Eur., El. 840).Walking on tip-toe: V. ἐν δʼ ἄκροισι βὰς ποσί (Eur., Ion, 1166).On the tip-toe of excitement, adj.: P. μετέωρος, ὀρθός.All the rest of Greece was on the tip-toe of excitement at the conflict of the leading states: P. ἡ ἄλλη Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν συνιουσῶν τῶν πρώτων πόλεων (Thuc. 2, 8).Be on the tip-toe of excitement, v.: Ar. and P. ἐπαίρεσθαι, P. αἰωρεῖσθαι, P. and V. ἀναπτεροῦσθαι. (Xen. also Ar.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tip-toe
-
18 Toe
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Toe
-
19 parmak
δάκτυλο, δάκτυλος
См. также в других словарях:
δάκτυλος — finger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — ο βλ. δάχτυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτύλοις — δάκτυλος finger masc dat pl δάκτυλος finger neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλοισι — δάκτυλος finger masc dat pl (epic ionic aeolic) δάκτυλος finger neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλοισιν — δάκτυλος finger masc dat pl (epic ionic aeolic) δάκτυλος finger neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλω — δάκτυλος finger masc nom/voc/acc dual δάκτυλος finger masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλων — δάκτυλος finger masc gen pl δάκτυλος finger neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλοιν — δάκτυλος finger masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλου — δάκτυλος finger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλους — δάκτυλος finger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)