-
1 bridal
γαμήλιος -
2 брачный
-
3 венчальный
венча||льныйприл γαμήλιος, τοῦ γάμου, νυφικός:\венчальный обряд ἡ γαμήλιος τελετή· \венчальный наряд τό νυφικό φόρεμα. -
4 брачный
брачн||ыйприл γαμήλιος:\брачныйое свидетельство τό πιστοποιητικό γάμου. -
5 обряд
обрядм ἡ τελετή, ἡ Ιεροτελεστία:свадебный \обряд ἡ γαμήλιος ιεροτελεστία, ἡ στέφη, τό στεφάνωμα. -
6 подвенечный
подвенечн||ыйприл τοῦ γάμου, γαμήλιος, νυ(μ)φικός:\подвенечныйое платье τό νυμφικό φόρεμα -
7 свадебный
свадебныйприл γαμήλιος, τοῦ γάμου:\свадебный подарок τό γαμήλιο δώρο. -
8 bridal
-
9 marital
['mæritl](of marriage: marital relations (= the relationship between a married couple).) συζηγικός,γαμήλιος -
10 matrimonial
[-'mou-]adjective γαμήλιος -
11 nuptial
(of marriage.) γαμήλιος -
12 wedding
noun (a marriage ceremony: The wedding will take place on Saturday; ( also adjective) a wedding-cake; her wedding-day; a wedding-ring.) γάμος / γαμήλιος -
13 венчальный
[βιντσάλ'νυϊ] εκ. γαμήλιος -
14 свадебный
[σβάντιμπνυϊ] επ. γαμήλιος -
15 венчальный
[βιντσάλ'νυϊ] επ γαμήλιος -
16 свадебный
[σβάντιμπνυϊ] επ γαμήλιος -
17 брачный
επ.γαμικός, του γάμου• γαμήλιος•брачный договор το συμβόλαιο του γάμου•
брачный союз η ένωση με το γάμο•
-ые узы οι δεσμοί του γάμου•
-ое свидетельство πιστοποιητικό γάμου.
|| οχειακός, βατευτικός•брачный период η βατευτική περίοδος, το ζευγάρωμα.
-
18 венчальный
επ.της στέψης, του γάμου, γαμήλιος•венчальный обряд η τελετή του γάμου•
-ое платье νυφικό φόρεμα.
-
19 матримониальный
επ. (γραπ. λόγος) γαμήλιος•-ые хлопоты οι φροντίδες του γάμου.
-
20 подвенечный
επ.γαμήλιος•-ое платье νυφικό φόρεμα•
-ая фата νυφικό πέπλο (βέλο).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γαμήλιος — of masc nom sg γαμήλιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν … Dictionary of Greek
γαμήλιος — α, ο ο σχετικός με το γάμο: Γαμήλιο εμβατήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμήλιον — γαμήλιος of masc acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg γαμήλιος of masc/fem acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίων — γαμήλιος of fem gen pl γαμήλιος of masc/neut gen pl γαμήλιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίοις — γαμήλιος of masc/neut dat pl γαμήλιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίου — γαμήλιος of masc/neut gen sg γαμήλιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίους — γαμήλιος of masc acc pl γαμήλιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίῳ — γαμήλιος of masc/neut dat sg γαμήλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλιοι — γαμήλιος of masc nom/voc pl γαμήλιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)