-
1 колено
колен||ос1. τό γόνυ, τό γόνατο[ν]:встать на \коленои γονατίζω, γονυπετῶ· вода по \колено τό νερό φθάνει ὡς τά γόνατα·2. (реки, труба) ὁ ἀγκώνας, ἡ καμπή, ἡ γωνία·3. (в танце) ή· φιγούρα·4. (поколение) ἡ γενεά· ◊ ему́ море по \колено разг δέν τόν νοιάζει γιά τίποτε, εἶναι ξέγνοιαστος· поставить на \коленои βάζω νά γονατίσει, γονατίζω (мех.). -
2 преклонять
преклонятьнесов σκύβω, κάμπτω, κλίνω:\преклонять колена γονατίζω (а.иег.), κύπτω τό γόνυ, γονυπετώ. -
3 приклонить
приклонитьсов:\приклонить колена κλίνω τό γόνυ, γονατίζω· ему негде голову \приклонить δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλΐναι. -
4 кисель
-а (-й) α.1. κισελι, ζελέ•клюквенный кисель κισελι από ξινόμουρα•
молочный -γαλακτερό κισελι.
2. μτφ. λάσπη•дорога οΐέ.-ла -ем ο δρόμος λάσπωσε (έγινε σαν το κισελι).
|| νωθρός, άβουλος άνθρωπος.εκφρ.за семь верст -а хлебать – (απλ.) δεν αξίζει τον κόπο•дать ή поддать -я кому – (απλ.) χτυπώ, σκουντώ από πίσω με το γόνυ κάποιον. -
5 коленка
-и θ.γόνυ, γόνα, γόνατο. -
6 колено
-а ουδ.1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•разбить колено σπάζω το γόνατο•
стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•
опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•
ползать на -ях έρπω στα γόνατα•
посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.
2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•колено реки αγκώνας του ποταμού•
колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.
3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.5. γενεαλογική διακλάδωση.εκφρ.поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).
См. также в других словарях:
γόνυ — knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γόνυ κνήμης ἔγγιον. — γόνυ κνήμης ἔγγιον. См. Своя рубаха ближе к телу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γόνυ — το βλ. γόνατο … Dictionary of Greek
γούνατα — γόνυ knee neut acc pl (epic ionic) γόνυ knee neut nom pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατα — γόνυ knee neut acc pl γόνυ knee neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατε — γόνυ knee neut acc dual γόνυ knee neut nom dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτεσσι — γόνυ knee neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτεσσιν — γόνυ knee neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτων — γόνυ knee neut gen pl γονά̱των , γονάω pres imperat act 3rd pl γονά̱των , γονάω pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνάτοιν — γόνυ knee neut gen/dat dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνάτων — γόνυ knee neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)