Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γάμος

  • 1 брак

    α.
    γάμος• παντριά•

    церковный θρησκευτικός γάμος•

    гражданский брак πολιτικός γάμος•

    законный брак νόμιμος γάμος•

    брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•

    неравный брак ανισογαμία•

    фиктивный брак λευκός γάμος•

    вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•

    состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•

    расторгнуть брак διαλύω το γάμο.

    α.
    το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα).

    Большой русско-греческий словарь > брак

  • 2 свадьба

    -ы, γεν. πλθ. -деб, δοτ. -дьбам θ. γάμος•

    пригласить на -у καλώ στο γάμο•

    день -ы μέρα του γάμου•

    сыграть -у ιερολογώ γάμο•

    справлять -у κάνω γάμο, τελώ τους γάμους.

    || αθρσ. ο γάμος (οι παρευρεσκόμενοι στο γάμο).
    εκφρ.
    до -ы заживт – ώσπου να γίνει ο γάμος θα θρέψει (για γρατσούνισμα, κόψιμο κλπ. για καθησύχαση), αυτό δεν είναι τίποτε, γρήγορα θα θρέψει.

    Большой русско-греческий словарь > свадьба

  • 3 брак

    I брак I м о γάμος, η παν τρειά вступить в \брак παντρεύ ομαι, νυμφεύομαι II брак II м (в производстве) το ελάττωμα, το σκάρτο
    * * *
    I м
    ο γάμος, η παντρειά

    вступи́ть в брак — παντρεύομαι, νυμφεύομαι

    II м
    ( в производстве) το ελάττωμα, το σκάρτο

    Русско-греческий словарь > брак

  • 4 гражданский

    гражданский του πολίτη, πολιτικός юр. αστικός \гражданскийие права τα πολιτικά δικαιώματα \гражданский брак ο πολιτικός γάμος \гражданский долг το χρέος του πολίτη \гражданскийая война о εμφύλιος πόλεμος
    * * *
    του πολίτη, πολιτικός; юр. αστικός

    гражда́нские права́ — τα πολιτικά δικαιώματα

    гражда́нский брак — ο πολιτικός γάμος

    гражда́нский долг — το χρέος του πολίτη

    гражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος

    Русско-греческий словарь > гражданский

  • 5 свадьба

    свадьба ж о γάμος; справлять \свадьбау κάνω γάμο
    * * *
    ж
    ο γάμος

    справля́ть сва́дьбу — κάνω γάμο

    Русско-греческий словарь > свадьба

  • 6 партия

    θ.
    1. το κόμμα•

    коммунистическая партия κομμουνιστικό κόμμα•

    социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα•

    привая партия δεξιό κόμμα•

    левая партия αριστερό κόμμα•

    член -и μέλος του κόμματος•

    принимать в -ю παίρνω (προσλαμβάνω) στο κόμμα.

    2. ομάδα• τμήμα• συνεργείο•

    играки разделились на две -и οι παίχτες χωρίστηκαν σε δυό ομάδες.

    3. παρτίδα• μερίδα ποσότητα•

    партия товаров παρτίδα εμπορευμάτων.

    4. (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγνίδι•

    отыгранная партия η ρεβάνς.

    || οι παίχτες ενός παιγνιδιού.
    5. παρτίδα μουσική. || οι νότες μουσικής παρτίδας. || το σόλο στο μελόδραμα.
    6. γάμος•

    неровная партия άνισος (αταίριαστος) γάμος•

    она тебе не партия αυτή δεν ταιριάζει με σένα.

    εκφρ.
    сделать ή составить выгодную ή хорошую -юπαλ. καλοπαντρεύομαι•
    состивить -ю – (για χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι.

    Большой русско-греческий словарь > партия

  • 7 брак

    I. 1. (недоброкачественный товар, изъян) το σκάρτο 2. (дефект продукции) το ελάττωμα, το ψεγάδι
    производственный - της παραγωγής.
    II.
    (семейный союз) о γάμος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брак

  • 8 брак

    брак
    1 м ὁ γάμος:
    вступать в \брак παντρεύομαι, ἐρχομαι είς γάμον; состоять в \браке εἶμαι παντρεμένος, εἶμαι ἐγγαμος, брак II м
    1. (в производстве) τό σκάρτο (εμπόρευμα);
    2. (изъян) τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι.

    Русско-новогреческий словарь > брак

  • 9 бракосочетание

    бракосочетание
    с ὁ γάμος, ἡ παντριά.

    Русско-новогреческий словарь > бракосочетание

  • 10 жеиитьбаясо

    жеии́ть||баясо
    γάμος, ἡ παν-τρειά, τό πάντρευμα.

    Русско-новогреческий словарь > жеиитьбаясо

  • 11 неравный

    нера́вн||ый
    прил ἄνισος:
    \неравныйые силы ὁ£ ἄνισες δυνάμεις· \неравный бой ἡ ἄνιση μάχη· \неравный брак ὁ ἀταίριαστος γάμος.

    Русско-новогреческий словарь > неравный

  • 12 партия

    парти||я
    ж
    1. полит τό κόμμα:
    Коммунистическая партия Советского Союза τά Κομμουνιστικό κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης· социалистические и рабочие \партияи τά σοσιαλιστικά καί ἐργατικά κόμματα· член \партияи τό μέλος τοῦ κόμματος· принимать в \партияκ> δέχομαι στό κόμμα·
    2. (группа людей) τό συνεργεῖο[ν], ἡ ἀποστολή, ἡ ὁμάδα, ἡ γκρούππα:
    \партия туристов ἡ ὁμάδα περιηγητών
    3. (товара) ἡ παρτίδα·
    4. (в игре) ἡ παρτίδα:
    \партия в шахматы ἡ παρτίδα σκακιοῦ·
    5. муз. ἡ μουσική παρτίδα·
    6. (женитьба, брак) уст. ὁ γάμος:
    сделать хорошую \партияю καλοπαντρεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > партия

  • 13 свадьба

    свадьб||а
    ж ὁ γάμος:
    справлять \свадьбау κά(μ)νω γάμο· ◊ до \свадьбаы заживет шутл. ὡς πού νά παντρευτείς θά γιάνει.

    Русско-новогреческий словарь > свадьба

  • 14 брак

    [μπράκ] ουσ. α. γάμος

    Русско-греческий новый словарь > брак

  • 15 бракосочетание

    [μπρακασατσιτάνιιε] ουσ. ο. γάμος

    Русско-греческий новый словарь > бракосочетание

  • 16 свадьба

    [σβάτ'μπα] ουσ. θ. γάμος

    Русско-греческий новый словарь > свадьба

  • 17 брак

    [μπράκ] ουσ α γάμος

    Русско-эллинский словарь > брак

  • 18 бракосочетание

    [μπρακασατσιτάνιιε] ουσ ο γάμος

    Русско-эллинский словарь > бракосочетание

  • 19 свадьба

    [σβάτ'μπα] ουσ θ γάμος

    Русско-эллинский словарь > свадьба

  • 20 бракосочетание

    ουδ.
    ο γάμος, η τελετή του γάμου.

    Большой русско-греческий словарь > бракосочетание

См. также в других словарях:

  • γάμος — wedding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… …   Dictionary of Greek

  • ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γάμε — γάμος wedding masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»