-
1 γύψινος
γύψινος, aus Gyps, B. A. 272.
-
2 γύψινος
-
3 γύψινος
-
4 γύψινος
[гипсинос] εκ. гипсовый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γύψινος
-
5 γύψινος
[гипсинос] επ гипсовый. -
6 γύψινος
II γ., τό, room plastered with gypsum, BGU 1028.88 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γύψινος
-
7 γύψινον
γύψινοςmade of gypsum: masc acc sgγύψινοςmade of gypsum: neut nom /voc /acc sg -
8 γύψινα
γύψινοςmade of gypsum: neut nom /voc /acc pl -
9 гипсовый
-
10 гипсовый
гипс||овыйприл1. γύψινος:\гипсовыйовый слепок τό γύψινο ἐκμαγείο· \гипсовыйовая повязка мед. ὁ γύψινος ἐπίδεσμος·2. мин. γυψώδης. -
11 гипсовый
επ.γυψωτός, γυψούχος•-не почвы γυψωτά εδάφη.
|| γύψινος•-ая повязка γύψινος επίδεσμος•
-ая статуя γύψινο άγαλμα•
гипсовый слепок γύψινο εκμαγείο.
-
12 лонгетт
мед. о γύψινος νάρθηκας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лонгетт
-
13 повязка
I повязка ж 1) ο επίδεσμος 2) (на рукаве) το περιβραχιόνιο, το περίδεμα II повязка о γύψινος επίδεσμος* * *ж1) ο επίδεσμος2) ( на рукаве) το περιβραχιόνιο, το περίδεμα -
14 лонгет(т)
-а α.γύψινος νάρθηκας. -
15 γύψος
Grammatical information: f.Meaning: `gypsum, chalk, cement' (Hdt.).Derivatives: γυψίον (pap.), γυψική `tax on plasterers' (pap.), γύψινος (EM), γυψώδης (Sor.); denom. γυψόω `plaster with gyprum, chalk over' (Hdt.) with γύψωσις (Gp.) and γυψωτής (EM); γυψίζω `id.' with γυψισμός (pap.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.XEtymology: From Semitic?, s. Muß-Arnolt TransAmPhilAssoc. 23 (1892) 70.Page in Frisk: 1,336Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γύψος
-
16 alçı
γύψος, γύψινος
См. также в других словарях:
γύψινος — η, ο (AM γύψινος, η, ον) 1. κατασκευασμένος από γύψο 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύψινα αντικείμενα κατασκευασμένα από γύψο … Dictionary of Greek
γύψινος — η, ο κατασκευασμένος από γύψο: Γύψινη κορνίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψινον — γύψινος made of gypsum masc acc sg γύψινος made of gypsum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψινα — γύψινος made of gypsum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
επίδεσμος — ο (AM ἐπίδεσμος) ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος τού σώματος νεοελλ. 1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί 2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» επίδεσμος και… … Dictionary of Greek
Ματίς, Aνρί Εμίλ Μπενουά — (Henri Emile Benoit Matisse, Καμπρεζί 1869 – Νις 1954). Γάλλος ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές νομικής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπαθε σκωληκοειδίτιδα. Την περίοδο της ανάρρωσής του άρχισε να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει… … Dictionary of Greek