-
1 γόνιμος
[гонимое] εκ. плодородный, плодовитый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γόνιμος
-
2 плодовитый
επ., βρ: -вит, -а, -о.1. καρπερός, καρποφόρος, κάρπιμος γόνιμος. || πολύτοκος, γεννήτρα.2. μτφ. δημιουργικός, παραγωγικός, αποδοτικός•плодовитый композитор γόνιμος μουσικοσυνθέτης•
плодовитый писатель γόνιμος συγγραφέας.
-
3 плодородный
-
4 плодородие
η γονιμότητα, η ευφορία, η πολυκαρπία-ный γόνιμος, καρποφόροςεύφορος, καρπερόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плодородие
-
5 продуктивный
1. (производительный, плодотворный) παραγωγικός, αποδοτικός 2.(о сельскохозяйственных животных, птице) γόνιμος 3. лингв. παραγωγικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продуктивный
-
6 оплодотвориться
оплодотворить||сяγονιμοποιοῦμαι, γίνομαι γόνιμος. -
7 плодовитый
плодови́т||ыйприл εὐφορος, ἐϋκαρπος, καρποφόρος, πολύκαρπος / перен γόνιμος, παραγωγικός. -
8 плодородный
плодоро́д||ныйприл γόνιμος, εὐφορος, πολύκαρπος, καρπερός:\плодородныйная земля ἡ εὐφορη γῆ. -
9 плодотворный
плодотво́рны||йприл прям., перен γόνιμος, καρποφόρος:\плодотворныйе усилия οἱ καρποφόρες προσπάθειες. -
10 продуктивный
продукти́вн||ыйприл ἀποδοτικός, παραγωγικός, γόνιμος:\продуктивныйое животноводство ἡ παραγωγική κτηνοτροφία. -
11 тучный
ту́чн||ыйприл1. παχύς, χονδρός, παχύσαρκος, πολύσαρκος:\тучныйый мужчина ὁ χοντρός ἄνδρας·2. (о земле) εὔφορος, γόνιμος:\тучныйый чернозем τά εὐφορα μαϋρα χώματα· \тучныйые луга τά παχειά λειβάδια. -
12 малопродуктивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноλίγο γόνιμος ή παραγωγικός. -
13 плодный
επ.1. του καρπού.2. μτφ. δημιουργικός παραγωγικός. || αναπαραγωγικός.3. καρποφόρος, καρπερός, γόνιμος•-ая вишня καρπερή βυσσινιά.
-
14 плодородный
επ., βρ: -ден, -дна, -оκαρποφόρος, καρπερός, κάρπιμος, καρπώδης εύ-καρπος, πολύκαρπος. || εύφορος, γόνιμος•-ая земля εύφορη γη•
-ая долина εύφορη κοιλάδα.
-
15 плодотворный
επ.,. βρ: -рен, -рна, -рно1. παλ. ευνοϊκός, ευεργετικός•плодотворный дождь ευεργετική βροχή.
2. μτφ. ωφέλιμος•-ая среда ευνοϊκό περιβάλλον.
3. μτφ. γόνιμος, δημιουργικός, παραγωγικός, αποδοτικός. -
16 продуктивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. παραγωγικός, αποδοτικός• γόνιμος•-труд η παραγωγική εργασία.
2. (γλωσ.) παραγωγικός•продуктивный суффикс παραγωγικό επίθεμα.
-
17 производительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оπαραγωγικός• αποδοτικός• γόνιμος•производительный труд η παραγωγική εργασία.
εκφρ.- ые силы – οι παραγωγικές δυνάμεις. -
18 тучный
επ., βρ: -чен, -чна -чно.1. παχύς, χοντρός• ευτραφής, καλοθρεμμένος• παχύσαρκος.2. μεστωμένος, μεστός, προκομμένος•-ые колосья μεστωμένα στάχυα.
|| (για χόρτα) ζουμερός• μεγάλος.3. εύφορος, γόνιμος, καρπερός•-ые нивы εύφορα καλλιεργημένα χωράφια.
-
19 урожайный
επ., βρ: -жаен, -жаина, -жайно.1. της σοδειάς•-ые сведения στοιχεία σοδειάς.
2. γόνιμος, αποδοτικός, παραγωγικός, εύφορος• καρποφόρος•-ая земля εύφορη γη-урожайный сорт αποδοτική ποικιλία.
См. также в других словарях:
γόνιμος — productive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… … Dictionary of Greek
γόνιμος — η, ο 1. ικανός να γεννήσει, εύφορος, παραγωγικός: Γόνιμο έδαφος. 2. δημιουργικός, αποδοτικός: Έχουμε μια γόνιμη συνεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονιμώτερον — γόνιμος productive masc acc comp sg γόνιμος productive neut nom/voc/acc comp sg γόνιμος productive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμωτάτων — γόνιμος productive fem gen superl pl γόνιμος productive masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμωτέραις — γόνιμος productive fem dat comp pl γονιμωτέρᾱͅς , γόνιμος productive fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμωτέρων — γόνιμος productive fem gen comp pl γόνιμος productive masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμώτατα — γόνιμος productive adverbial superl γόνιμος productive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμώτατον — γόνιμος productive masc acc superl sg γόνιμος productive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονίμως — γόνιμος productive adverbial γόνιμος productive masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνιμον — γόνιμος productive masc/fem acc sg γόνιμος productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)