Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

γόνατο

  • 1 γόνατο(ν)

    τό
    1) см. γόνα; 2) бот. колено

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γόνατο(ν)

  • 2 γόνατο(ν)

    τό
    1) см. γόνα; 2) бот. колено

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γόνατο(ν)

  • 3 γόνατο

    [гонато] ουσ. о. колено,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γόνατο

  • 4 γόνατο

    [гонато] ουσ ο колено.

    Эллино-русский словарь > γόνατο

  • 5 χτύπησε

    η σφαίρα пуля попела ему в ногу;
    8) ранить, подстреливать; убивать; χτύπησα ένα λαγό я подстрелил одного зайца; 9) нападать (на кого-л.); атаковать (кого-л.); μδς χτύπησαν με δυό μεραρχίες они атаковали нас двумя дивизиями; 10) упрекать, укорять; осуждать, резко критиковать; μου το χτύπησε κατά πρόσωπο а) он мне бросил упрёк прямо в лицо; б) он мне сказал, бросил это прямо в лицо; 11) наносить удар (кому-л.), уничтожать (кого-л.);

    χτύπησε τό κακό στη ρίζα του — искоренять зло;

    12) поражать (о болезни и т. п.); давать осложнение;
    η οστρακιά τον χτύπησε στα νεφρά скарлатина дала осложнение на почки; τον χτύπησε τρέλλα он сошёл с ума; 13) пагубно воздействовать (на кого-что-л.); разрушать (о солнце, ветре); 14) ударить (о вине); τό κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι вино ударило ему в голову; § τα χτύπησε κάτω в знак протеста он подал в отставку;

    χτύπησε τό κεφάλι μου (στον τοίχο) — а) горько раскаиваться; — б) биться головой об стенку;

    μου χτύπησε ένα πεντακοσάρικο он стащил у меня пятьсот драхм;
    μου χτύπησε κάτι γιά... он намекнул мне на...; 2. αμετ. 1) стучать (куда-л.); стучаться;

    χτύπησεά η πόρτα — в дверь стучат;

    η βροχή χτύπησεάει στο παράθυρο — дождь барабанит в окно;

    2) звучать;

    τό κουδούνι δε χτύπησεά — звонок не звонит;

    τό ρολόγι χτύπησεάει — часы бьют;

    χτύπησεάει προσκλητήριο — звучит сигнал «проверка»;

    χτύπησεάει σιωπητήριο — звучит сигнал «отбой»;

    3) наступать, наставать;
    χτύπησε κιόλα μεσημέρι уже наступил полдень; 4) стукаться, ушибаться, ударяться; χτύπησε (α)πάνω σε μιά πέτρα я ударился о камень; χτύπησε στο γόνατο я ушиб колено; 5) бросаться в глаза; производить впечатление;

    αυτό χτύπησεάει άσχημα — это производит дурное впечатление;

    μου χτύπησε στο μάτι а) это привлекло моё внимание, это бросилось мне в глаза; б) у меня глаза на это разгорелись;
    6) биться; пульсировать;

    χτύπησεи η καρδιά μου — у меня сильно бьётся сердце;

    η πληγή χτύπησεάει — рана пульсирует;

    § χτύπησεούν τα δόντια μου — у меня зуб на зуб не попадает;

    μου χτύπησεάει στα νεύρα — это мне действует на нервы;

    μου χτύπησε να... мне вздумалось...;

    χτύπησειέμαι, χτύπησειούμαι

    1) — страдать; — убиваться (прост.);

    2) драться; сражаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χτύπησε

  • 6 γονυκλισία

    γονυκλισία η
    коленопреклонение
    Этим.
    < γονυκλινής < γόνυ «γόνατο» + -κλινής < κλίνω «колено + склонять»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > γονυκλισία

  • 7 επιγονάτιο

    επιγονάτιο το
    палица – принадлежность архиерейского и священнического облачения. Это четырехугольный плат, за один угол привешиваемый при поясе к правому бедру архиерея. Как и священнический набедренник, палица знаменует духовный меч, то есть оружие слова Божия, которым архиерей должен быть вооружен против ересей и заблуждений. А также символизирует лентион (полотенце), которым отирал Христос ноги апостолам на Тайной Вечери
    Этим.
    < γόνατο «колено»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επιγονάτιο

См. также в других словарях:

  • γόνατο — το 1. η άρθρωση του ποδιού που συνδέει το μηρό με την κνήμη: Από το πέσιμο άνοιξε μια πληγή στο δεξί του γόνατο. 2. φρ., «Μου λύθηκαν (ή κόπηκαν) τα γόνατα», αισθάνομαι αδυναμία από κούραση ή φόβο· «Γράφτηκε στο γόνατο», πρόχειρα· «Πέφτω στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • γονάτιο — το (AM γονάτιον) [γόνυ] μικρό γόνατο νεοελλ. ψευδογνώμονας μσν. 1. κόμπος καλαμιού 2. μέρος τής πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο αρχ. 1. γοφός 2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο τού αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί …   Dictionary of Greek

  • γονατάγρα — η ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + αγρα* (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)] …   Dictionary of Greek

  • γονατιά — η 1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο 2. χτύπημα με το γόνατο 3. (για φυτά) καταβολάδα …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»