Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γυμνάσιο

  • 1 γυμνάσιο

    [гимнасио] ουσ. о. гимназия.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γυμνάσιο

  • 2 гимназия

    гимн||азия
    ж τό γυμνάσιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > гимназия

  • 3 школа

    школ||а
    ж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:
    начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > школа

  • 4 выключить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ.
    1. αποκλείω, δε συμπεριλαβαίνω•

    выключить из списка δε συμπεριλαβαίνω στον κατάλογο•

    выключить из игры αποκλείω από το παιγνίδι.

    || παλ. αποβάλλω, διώχνω•

    выключить из гимназии αποβάλλω από το γυμνάσιο.

    2. διακόπτω, αποσυνδέω, σταματώ, σβήνω•

    выключить свет σβήνω το φως•

    выключить радио σβήνω το ράδιο•

    выключить телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο•

    выключить мотор σταματώ το μοτέρ.

    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι.
    2. διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέομαι•

    свет -лся το φως κόπηκε.

    Большой русско-греческий словарь > выключить

  • 5 гимназия

    θ.
    το γυμνάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > гимназия

  • 6 женский

    επ.
    γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•

    -ая обувь γυναικείο παπούτσι•

    женский труд γυναικεία εργασία•

    -ая хитрость γυναικεία πονηριά•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•

    женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•

    -ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.

    || των θηλέων, για τα θήλεα•

    -ая школа παρθεναγωγείο•

    -ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•

    -ие органы γυναικεία όργανα•

    -ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.

    εκφρ.
    - ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•
    женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•
    - ая логикаειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•
    женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•
    - ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•
    - ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή).

    Большой русско-греческий словарь > женский

  • 7 классический

    επ.
    κλασσικός.
    εκφρ.
    - ая гимназия – κλασσικό γυμνάσιο (όπου διδάσκονταν η αρχαιοελληνική και λατινική γλώσσα)
    -ое образование κλασσική μόρφωση (αρχαιοελληνική και λατινική).

    Большой русско-греческий словарь > классический

  • 8 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

  • 9 школа

    θ.
    1. σχολείο•

    начальная школа δημοτικό σχολείο•

    средняя школа το μεσαίο σχολείο (γυμνάσιο)•

    ходить в -у πηγαίνω σχολείο•

    школа неполная средняя школа το επτατάξιο σχολείο (επταετούς• φοίτησης)•

    вечерняя школа βραδινό σχολείο.

    2. σχολή•

    музыкальная школа μουσική σχολή•

    высшая школа ανώτερη σχολή•

    ремесленная επαγγελματική σχολή.

    3. μτφ. απόκτηση πείρας•

    он прошл -у испытаний αυτός πέρασε το σχολείο δοκιμασιών•

    пройти -у жизни περνώ το σχολείο της ζωής.

    4. μτφ. ρεύμα•

    фламандская школа в живописи η φλαμανδική σχολή ζωγραφικής.

    5. (γεωπ.) φυτώριο.

    Большой русско-греческий словарь > школа

См. также в других словарях:

  • γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • γυμνάσιο — το 1. τριτάξιο σχολείο που παρακολουθούν οι μαθητές μετά το δημοτικό: Δεν κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο. 2. το κτίσμα όπου στεγάζεται αυτό το σχολείο: Στο χωριό μου δεν υπάρχει γυμνάσιο. 3. στον πληθ., γυμνάσια στρατιωτικές ασκήσεις: Στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυκείον — Γυμνάσιο (γυμναστήριο) της Αθήνας, κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, όπου υπήρχε ιερό του Λυκείου Απόλλωνα. Η θέση του δεν είναι επακριβώς γνωστή, αν και θα πρέπει να βρισκόταν στα Ν της σημερινής πλατείας… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Grava school complex — The Grava school complex ( el. σχολικό συγκρότημα Γκράβας) in Athens, is one of the largest school complexes in Greece, where 24 different schools are located, from kindergartens to high schools. Location It is located in the northern section of… …   Wikipedia

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Πετρίδης, Μιχαήλ — (Καστελόριζο 1886 – Αθήνα 1973). Ποιητής και εκπαιδευτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Γύρισε στο νησί του, όπου υπηρέτησε έξι χρόνια ως δάσκαλος. Το 1910 γράφτηκε στη φιλολογική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας,… …   Dictionary of Greek

  • Secondary education — is the stage of education following primary education. Secondary education includes the final stage of compulsory education and in many countries it is entirely compulsory. The next stage of education is usually college or university. Secondary… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»