-
1 γυιοτακης
21) изнуренный, истощенный, обессилевший(ποθόβλητος ἀνήρ Anth.)
2) изнурительный, истощающий(πενίη Anth.)
-
2 γυιοτακής
γυιοτακήςmelting: masc /fem nom sg -
3 γυιοτακής
γυιοτᾰκής, ές,II [voice] Pass., with pining limbs, ib.71 (Paul.Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυιοτακής
-
4 γυιοτακής
γυιο-τακής, Glieder schmelzend, allmälig abzehrend; mit hinschwindenden Gliedern
См. также в других словарях:
γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek
γυιοτακής — melting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek