-
1 решение
1. (вывод, заключение, постановление) η απόφαση 2. мат. η λύση, η επίλυση 3. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решение
-
2 графика
1. иск. οι γραφικές τέχνες, η γραφική 2. лингв. η γραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графика
-
3 зависимость
1. (от чего-л) η εξάρτηση 2. (между чём-л.) η σχέση 3. (график) η γραφική αναπαράσταση (της σχέσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зависимость
-
4 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
5 индикация
η ένδειξη, визуальная - οπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индикация
-
6 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
7 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
8 копирование
1. (изготовление копий) η αντιγραφή (σχεδίων κ.λπ.) 2. полигр. (размножение) η εκτύπωση, το τύπωμα (των αντιγράφων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копирование
-
9 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
10 построение
1. (процесс, результат) η κατασκευή(строение структура) η δομή, η κατασκευήη συνάρτηση, η σύσταση, η σύνθεση, η οργάνωση2. (система мыслей, рассуждений) η σύνταξη, η συνοχή, η σύνδεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > построение
-
11 тангенсоида
η εφαπτομένη καμπύληη γραφική παράσταση της συνάρτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тангенсоида
-
12 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
13 экспозиция
1. (литер, муз.) η εισαγωγή 2. (напр. в музее) η έκθεση 3. (фото) см. выдержка (в 3 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспозиция
-
14 картинный
карти́н||ныйприл 1, τοῦ πίνακα, τής είκόνας, τής ζωγραφιάς:\картинныйная галерея ἡ πινακοθήκη·2. (живописный) γραφικός:\картинныйная поза ἡ γραφική πόζα. -
15 пейзажный
пейзаж||ныйприл τοπ(ε)ιογραφικός:\пейзажныйная живопись ἡ τοπ(ε)ιογραφία, ἡ ζβ-γραφική τοπ(ε)ίων. -
16 фонетический
фонет||и́ческийприл φωνητικός, φθογγολογικός:\фонетическийи́че-ская транскрипция ἡ γραφική ἀναπαράσταση τῶν φθόγγων, -
17 beauty spot
1) (a place of great natural beauty: a famous beauty spot.) γραφική τοποθεσία2) (a mark (often artificial) on the face, intended to emphasize beauty.) ελιά ομορφιάς -
18 graph
(a diagram consisting of a line or lines drawn to show changes in some quantity: a graph of temperature changes.) γραφική παράσταση, διάγραμμα- graphic- graphically
- graph paper -
19 paperwork
noun (the part of a job which consists of keeping files, writing letters etc: I spend most of my time on paperwork.) γραφική εργασία -
20 stationery
noun (paper, envelopes, pens and other articles used in writing etc.) χαρτικά,γραφική ύλη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γραφικῇ — γραφικός capable of drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφική — γραφικός capable of drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφική παράσταση — Η παράσταση των φαινομένων με γεωμετρικά σχήματα, με σκοπό να δοθεί μία άμεση, ζωηρή και περισσότερο κατανοητή αντίληψη της πορείας και της δομής των ίδιων των φαινομένων. Οι στατιστικές σειρές μεταφράζονται με τα λεγόμενα ιδεογράμματα και… … Dictionary of Greek
γραφικῆι — γραφικῇ , γραφικός capable of drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek